Δυο μικρές φλόγες με κοιτάνε ανυπόμονα
να με κάψουν θελουν για να δυναμώσουν
κι εγώ απλώς παίζω μαζί τους
όπως τότε που ήμουν πέντε χρονώ
άναβα σπίρτα κακό χούι το είχα
και τα πέταγα μέσα στη λεκάνη
Θεε μου τι τρόμο πήρε η μάνα μου
όταν με ανακάλυψε πού χανόμουν
τα μεσημέρια σαν απόρησε
και τι γλυκές σφαλιάρες έριχνε πάντα
με χέρι άβγαλτης δασκαλίτσας δημοτικού
απ' τη δουλειά με τα χρόνια οι παλάμες ζάρωσαν
και κάθε δεκαετία που περνούσε
οι φόβοι της γινήκαν έγνοιες
και οι έγνοιες εκζέματα
στις γέρικες πλέον παλάμες
μα εγώ το ίδιο βλέμμα έχω πάντα
μπροστά στη φωτιά
τη μελετώ, μαζί της παίζω, τη φουντώνω
ή τη σβήνω, με ένα πόθο φανερό
αθάνατος να γίνω
μήπως και ποτέ δεν κοιμηθώ ξανά
κάτω από δυνατή βροχή
δεν θέλω πατούσες μουλιασμένες
απ'το κρύο τη πλάτη μου να τρίζει
σαν ξύλινο και άχαρο θρανίο
μεγάλωσα και ψαχνω κάτι για να πιστέψω
να μεταδώσω λίγη απ' τη φλόγα μου
σε όποιον θέλει
να γεμίσει το κενό μέσα του,
λες και εμένα περίμεναν
όλοι αυτοί οι άνθρωποι,
καρικατούρες καταραμένων αντί ηρωών,
ξερνάνε σε κάθε ευκαιρία έξω από τη πόρτα μου
τη θλίψη τους και μετά σκουπίζοντας σχολαστικά
τις λάσπες τους στο χαλάκι,
εισέρχονται στο κόσμο μου να δουν πως είναι,
μα όλοι φεύγουν γιατί φοβούνται μην καούν.
να με κάψουν θελουν για να δυναμώσουν
κι εγώ απλώς παίζω μαζί τους
όπως τότε που ήμουν πέντε χρονώ
άναβα σπίρτα κακό χούι το είχα
και τα πέταγα μέσα στη λεκάνη
Θεε μου τι τρόμο πήρε η μάνα μου
όταν με ανακάλυψε πού χανόμουν
τα μεσημέρια σαν απόρησε
και τι γλυκές σφαλιάρες έριχνε πάντα
με χέρι άβγαλτης δασκαλίτσας δημοτικού
απ' τη δουλειά με τα χρόνια οι παλάμες ζάρωσαν
και κάθε δεκαετία που περνούσε
οι φόβοι της γινήκαν έγνοιες
και οι έγνοιες εκζέματα
στις γέρικες πλέον παλάμες
μα εγώ το ίδιο βλέμμα έχω πάντα
μπροστά στη φωτιά
τη μελετώ, μαζί της παίζω, τη φουντώνω
ή τη σβήνω, με ένα πόθο φανερό
αθάνατος να γίνω
μήπως και ποτέ δεν κοιμηθώ ξανά
κάτω από δυνατή βροχή
δεν θέλω πατούσες μουλιασμένες
απ'το κρύο τη πλάτη μου να τρίζει
σαν ξύλινο και άχαρο θρανίο
μεγάλωσα και ψαχνω κάτι για να πιστέψω
να μεταδώσω λίγη απ' τη φλόγα μου
σε όποιον θέλει
να γεμίσει το κενό μέσα του,
λες και εμένα περίμεναν
όλοι αυτοί οι άνθρωποι,
καρικατούρες καταραμένων αντί ηρωών,
ξερνάνε σε κάθε ευκαιρία έξω από τη πόρτα μου
τη θλίψη τους και μετά σκουπίζοντας σχολαστικά
τις λάσπες τους στο χαλάκι,
εισέρχονται στο κόσμο μου να δουν πως είναι,
μα όλοι φεύγουν γιατί φοβούνται μην καούν.