Ξεθωριασμένες
μέρες
Έσφιξε τα
δόντια και πέταξε αγάπη, στις
ξεθωριασμένες μέρες.
Εκείνες, σαν
πανικόβλητες πληγές, κατρακύλησαν σε απότομες πλαγιές.
Εκεί που φύτρωναν
τα λάθη και έβγαζαν συγχώρια γι’ ανθό,
μέσα από όνειρα
χρωματιστά, ανάμεσα από καλόβουλες ξερολιθιές .
Πιο κάτω τις
περίμενε η φωτιά.
Στις φλόγες της
καήκαν και καταπραΰνθηκαν.
Βλαστήμιες και
χοροί, στο τελευταίο σκαλοπάτι
Και για
κείνες, η κατηφόρα έμοιαζε πως ποτέ, δε θα’ βρει μονοπάτι.
Δεν πίστευαν,
ότι τα ζούσαν όλα αυτά!
«η κατρακύλα πότε θα τελειώσει;»
Μετάνιωναν,
μα ήταν αργά, που άδικα,
έστω για
λίγο, ανθρώπινες ζωές είχαν στοιχειώσει.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου