Πρόλογος «Στὸ φῶς
ποὺ καίει»
Νὰ σ᾿ ἀγναντεύω, θάλασσα, νὰ
μὴ χορταίνω
ἀπ᾿ τὸ βουνὸ ψηλὰ
στρωτὴ καὶ καταγάλανη καὶ μέσα νὰ
πλουταίνω
ἀπ᾿ τὰ μαλάματά σου τὰ πολλά.
Νά ῾ναι χινοπωριάτικον ἀπομεσήμερο, ὄντας
μετ᾿ ἄξαφνη νεροποντὴ
χυμάει μὲς ἀπ᾿
τὰ σύνεφα θαμπωτικὰ γελώντας
ἥλιος χωρὶς μαντύ.
Νὰ ταξιδεύουν στὸν ἀγέρα τὰ νησάκια, οἱ
κάβοι,
τ᾿ ἀκρόγιαλα σὰ
μεταξένιοι ἀχνοὶ
καὶ μὲ τοὺς γλάρους συνοδιὰ κάποτ᾿ ἕνα καράβι
ν᾿ ἀνοίγουν νὰ
τὸ παίρνουν οἱ
οὐρανοί.
Ξανανιωμένα ἀπ᾿ τὸ
λουτρὸ νὰ ροβολᾶνε κάτου
τὴν κόκκινη πλαγιὰ χορευτικὰ
τὰ πεῦκα, τὰ
χρυσόπευκα, κι᾿ ἀνθὸς τοῦ μαλαμάτου
νὰ στάζουν τὰ
μαλλιά τους τὰ
μυριστικά.
Κι᾿ ἀντάμα τους νὰ σέρνουνε στὸ
φωτεινὸ χορό τους
ὡς μέσα στὸ
νερὸ
τὰ ἐρημικὰ χιονόσπιτα-κι᾿
αὐτὰ μὲς στ᾿
ὄνειρό τους
νὰ τραγουδᾶνε, ἀξύπνητα καιρό.
Ἔτσι νὰ στέκω, θάλασσα, παντοτεινὲ ἔρωτά μου
μὲ μάτια νὰ
σὲ χαίρομαι θολὰ
καὶ νά ῾ναι τὰ μελλούμενα στὴν ἅπλα σου μπροστά μου,
πίσω κι᾿ ἀλάργα βάσανα πολλά.
Ὡς νὰ μὲ
πάρεις κάποτε, μαργιόλα σύ,
στοὺς κόρφους σου
ἀψηλά τους ἀνθισμένους
καὶ νὰ μὲ
πᾶς πολὺ μακρυὰ ἀπ᾿ τὴ μαύρη τούτη Κόλαση,
μακρυὰ πολὺ κι᾿
ἀπὸ τοὺς μαύρους κολασμένους
....
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου