….Ρώτησαν μ’
ένα στόμα μια φωνή, όλα τα μεσημέρια του Καλοκαιριού:
Μας νιώθεις πιο
πολύ μέσα στη τσιμεντένια αγκαλιά,
ή απλώς βαριέσαι
και κοιμάσαι πάλι μια σταλιά;
Μας θυμάσαι
όταν βαδίζεις, με πέλματα γυμνά, σε αμμουδιών ανέμελο φευγιό,
ή μήπως εμάς
καταριέσαι, μέσα σε σπίτια που στερούνται ηλεκτρικό;
Δε σ’ αρέσει το
φως και η θέρμη που σου φέρνουμε από μακριά;
Μάλλον θα μας
αγνοείς μέχρι το απόγευμα, για τα καλά…
Απλώς ρωτάμε,
για να μάθουμε επιτέλους ποιος είσαι!
…Ρώτησαν με
δροσερή φωνή, όλα τ’ απογεύματα μαζί:
Στο μπαλκόνι π’
αγναντεύεις το φως να οπισθοχωρεί,
μας μυρίζεις
που μαγειρεύουμε μπριζόλες μ’ αντηλιακό,
ή απλώς έχεις
παγώσει σε Χειμώνα αιματηρό;
Στα καταγάλανα
νερά που πλατσουρίζεις, έχεις υπόψη σου πως η μοναξιά, είναι αδυσώπητο χτικιό,
ή μήπως με
παρέα, εμάς βρίζεις, μέσα σε πόλεις που δεν έχουν χρόνο αρκετό;
Μάλλον θα μας
αγνοείς μέχρι το βραδάκι, για τα καλά…
…Ρώτησαν με
φωνή που σχεδόν παραπατά, όλες οι νύχτες του Καλοκαιριού μαζί:
Μας άκουσες σα
σπίθισμα - σε μια τσαπατσούλικη φωτιά στη παραλία -
όπου άλλος τρομάζει
ξαφνικά κι άλλος, δίπλα του γελά;
Μας βλέπεις
ποτέ, εμάς τα φώτα ασάφειας, που σ’ ακολουθούμε ως το πρωί,
ή μήπως η ματιά
στο μέλλον, γίνηκε κι αυτή αδιάφορη, μικρή;
Άραγε θα χεις
σαν γεράσεις, δίπλα σου κάποιον όλα αυτά για να τ’ απαντάς,
ή θα μετράς
ανάσες σε μια πλαστικοποιημένη συλλογή;
Απλώς ρωτάμε,
για να μάθουμε επιτέλους τι περιμένεις…
Μόνο τα πρωινά
του Καλοκαιριού, αφουγκράζονταν αμίλητα, σοφά.
Στο τέλος χαμογέλασαν
και είπαν στα απογεύματα, τα βράδια και τα μεσημεριανά:
Αφήστε τώρα να
απαντήσει, τα ερωτήματα σας ήταν όλα φυσικά,
φτάνει όμως
τώρα, είναι πλέον αρκετά…
Μα κανείς μην
τον διακόψει, όταν απαντά η χάση, ο νόμος πρέπει να σιωπά.
Και τότε
εκείνος, το βλέμμα του σηκώνει και αμέσως απαντά:
«Δεν έχω άλλη
ελπίδα, μα υπάρχω ανάμεσα σας, ακόμη μια χαρά…»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου