Powered By Blogger

Translate

Πέμπτη 21 Νοεμβρίου 2013

Ink on





Θα ξανάρθει

Ήταν πολύ νωρίς να μιλάει κανείς για χιόνια. Ήταν αρκετά νωρίς, να μιλάει κανείς για δρόμους που ραγίζουν στην ιδέα, να σε ρίξουν κάτω.  Ήταν πλέον πολύ αργά, να μιλάει κανείς για βόλτες μες το καταμεσήμερο, χωρίς μπλούζα και σκοπό. Όλοι ήταν λοιπόν, αφόρητα αμίλητοι, μέσα  στο λεωφορείο που επιβιβάστηκα. Σκεπτικοί, και απασχολημένοι με τις μικροσκοπικές συσκευές αντιμοναξιάς τους. Στο σταθμό  σπάνια χαμογελούσα πριν να φύγω. Τώρα όμως με αποχαιρετούσαν δυο σκυλιά με τις ουρές τους. Ίσως να έκαναν χαρές στη κοπέλα που έβγαλε κάτι από τη ξεθωριασμένη τσάντα της και τα τάισε. Κοιτούσα σα φάντασμα από το τζάμι, ενώ γύρω από το κεφάλι μου, είχαν τυλιχθεί κοράλλια, κοχύλια, άδεια μπουκάλια και μερικά αγχωμένα φιλιά. Τα εξόντωσε για λίγο, μια στριμμένη οσμή που χόρευε αγκαλιά στο διάδρομο, με μια τσαπατσούλικη μελωδία.
 «Μα καλά δε θα πει κανείς κάτι;»
Αναρωτήθηκα, κάνοντας να βγάλω  το πακέτο τα τσιγάρα, από τη τσέπη μου. Ξεκόλλα πλέον… Τώρα φεύγουμε…
Ανασηκώθηκα άβολα, από νωρίς πιασμένος, στο πιο άβολο κάθισμα και θαύμασα για άλλη μια φορά το δρόμο. Τον διέσχιζα πάνω από μια δεκαετία, τρεις τέσσερις φορές το χρόνο. Είχε μάθει κι αυτός πλέον και τη παραμικρή ρυτίδα στο πρόσωπο μου. Αποβιβάστηκα στο λιμάνι και το καράβι, το έγδερνε όλη νύχτα η αλμύρα και ο νοτιάς. Γι αυτό κατασκευάστηκε εξάλλου.  Αϋπνία, πρόχειρο γεύμα, καφεΐνη γαλόνια και  συνταξιδιώτες από κάθε γωνιά του γαλαξία. Τα air condition στη διαπασών, σαν να ήταν συνδεδεμένα, μόνιμα, με τον ομφάλιο λώρο της ανταρκτικής. Κουλουριάστηκα σαν έμβρυο που αδημονούσε να περάσει η βραδιά της γέννας με επιτυχία και για τους δυο τους. Τυλίχτηκα τις αναμνήσεις ενός καλοκαιριού, που μου τις χρώσταγαν τρεις τέσσερις χειμώνες. Με ξυπνούσε το κλάμα ενός παιδιού. Και μετά πάλι καθησυχαζόταν μόνο του. Έβαλα τη ζακέτα μου και βγήκα στο κατάστρωμα. Η θάλασσα σκοτεινή και απότομη δεν μου δώσε καμία σημασία. Ο ουρανός είχε ένα ράγισμα σε μια γωνιά του και ξεπηδούσε επιβλητικά ο κοντινότερος πλανήτης. Ένα μαντολίνο άρχισε να παίζει τραγούδια κάποιων αλλοτινών καιρών και ένιωσα να μπαίνω πάλι στα νερά μου.
Το πρωί έφτασα αλλού. Το μεσημέρι πήγα παραπέρα. Κι όταν κατέβηκα στον προορισμό μου, εκτίμησα ξανά, τη γλυκιά μονοτονία, της αυτονομίας μου. Αληθινή και ξάστερη, με γαλιφιές και γλυκόλογα, στο δρόμο να αναζητώ, πάντα με παρότρυνε να βγαίνω. Κι όσο αναζητούσα εαυτό, πάντα τραγούδια θυμάμαι να σφυρίζω. Στίχους, που αναδύθηκαν μέσα από ένα ανεξερεύνητο υποθαλάσσιο φαράγγι, στα βάθη της κορυφής, του Βόρειου Ημισφαιρίου. Στίχους που εξυμνούσαν το βλέμμα μιας ημίθεας, που δεν έβλεπε την ώρα να ξεχαστεί. Δε θυμάμαι πως την λέγαν.
Στίχους για τον ουρανό, που αποστάσεις πήρε και δεν μας δείχνει ξεκάθαρα τις διαθέσεις του. Για μια πόλη που χτίστηκε στην άκρη του γκρεμού και που τα τείχη της, μπισκότα ληγμένα μοιάζουν, λιχουδιά για όσους για πάντα ξεχαστήκαν. Τραγούδια έλεγα δυνατά, όσο σκαρφάλωνα το λόφο -  δε με ήξερε κανένας - για τα αδέσποτα που όλη μέρα εξερευνούν και σουλατσάρουν.  

Έφτασα στο λόφο πάνω, άρχισε όμως να πέφτει η πρώτη βροχή και η μυρωδιά στον αέρα, μου θύμισε πως είναι να αγαπάς, από μακριά. Τώρα βρήκα τους φίλους μου και όλοι μαζί κατεβήκαμε το λόφο. Ανάψαμε φωτιά παχιά, για να ζεσταθούν οι πόθοι και τα όνειρα μας. Ο ήλιος δεν βγήκε τη πρώτη μέρα. Από τότε,  περιμέναμε μπροστά στο τζάμι με μισή καρδιά, μήπως  και ‘ρθουν φέτος, τουλάχιστον τα χιόνια.