Powered By Blogger

Translate

Κυριακή 21 Δεκεμβρίου 2014

Σημειώσεις ΙΙ

Θέλουμε Λούνα πάρκ. Απ' τα δικά μας!!!
Όλοι είναι πεπεισμένοι ότι θα γίνει αυτό που θέλουν,
αρκεί να τους βολεύει.
Πολιτικό πουταναριό. Έχω εφιάλτες με συντέλειες και ζόμπι. Πόσο πιο κάτω;
Ο Θεός είναι μεγάλος. Ασύλληπτα μεγάλος. Απλά έχει άλλο όνομα.
Ανακάλυψε τη διαδικασία αναπαραγωγής και τα παράγωγα της.
Στα μάτια μου ήσουν κρύσταλλος με αλμύρα.
Τα κορίτσια είναι όλα όμορφα. Παντού!
Σε κάθε σημείο του χωροχρονικού μπάχαλου
στο κεφάλι μίας στρίγκλας κοινωνίας.
-Πως με κόβεις;
-Πες μου που πας, που πατάς και σε τι πιστεύεις ότι πιστεύεις.
-Η Μήδεια είναι υπαρκτό πρόσωπο πλέον;
-Τα παιδιά που σκοτώνονται άδικα, περιμένουν όλα μαζί,
σε μια χώρα σε μια άλλη διάσταση, να το κρίνουν.
-Τέλος πάντων. Τι θα κάνεις ; Θα την δεις ;
-Όχι
-Γιατί;
-Γιατί δεν με είδε. Είχε σκουριά στα χέρια της και λερωμένα μάτια.
Έπειτα, το χαμόγελο θέλει πόνο
και ο πόνος θέλει έρωτα
μα ο έρωτας δεν φτάνει μόνο
να σκοτώνουμε αγκαλιά τα έρποντα.

Κυριακή 7 Δεκεμβρίου 2014

Σημειώσεις Ι

-Ρε σημειωματάριο; Πώς είσαι έτσι;
-Τί εννοείς;
-Είσαι μικρό δίχρωμο
-Και;
-Έλα νταξ, σε πειράζω.
-Άντε ρε γαμήσου

-Ρε σημειωματάριο, ειλικρινά τώρα, θα μου πεις τι απέμεινε λίγο πριν τη μάχη;
-Έχω την αίσθηση ότι η μάχη υπήρχε πάντα. Όλα όσα είχες όταν ξεκίνησες, έχεις και τώρα.

-Η αγάπη είναι καταφύγιο;
-Η αγάπη είναι νέκταρ που ψάχνει δοχείο

-Ρε σημειωματάριε, δεν μας τα λες καλά.. Θέλει ο έρωτας φωτια; Και η καταρρακτώδης βροχή περίπατο;
-Θέλει να θέλεις να μην τα βλέπεις όλα ίδια. Να 'χεις τρία μάτια και όχι μόνο δύο και να κοιτάζουνε κατάματα χιλιάδες άλλα ταυτόχρονα. Χωρίς κανένα φόβο. Να έχεις χέρια πολλά και ένα φλεγόμενο στήθος. Να καίγεται ο μπέτης σου! Τα υπόλοιπα, είναι και εκείνα στάχτες στον καμβά.

-Γίναμε ιπτάμενοι εξεγερμένοι είπαν τα σκυλιά. Μα είναι αδέσποτη η καρδιά μας η καημένη.
-Ανατινάξτε τα κελιά. Πρώτα απ' τα δικά σας μυαλά και έπειτα όπου υπάρχει θλίψη, βάλτε φωτιά. Να μην ακούτε ψευτοδιορισμένους γιατρούς που λένε πως το μυαλό σας δεν πάει καλά. Εκείνοι δεν έχουνε καρδιά. Στέκουν σαν κουφάρια μέσα στα κάδρα τους, σαν επιχρυσωμένες κακομαθημένες γέννες, υποδουλωμένοι σε επαύλεις και στα δανεικά.

-Αξίζει να ζεις με μία αλήθεια στο κεφάλι και τη μόνη μούσα σου τη λευτεριά;
-Αξίζει να ζεις ουσιαστικά. Aπό το πρώτο σου μπάνιο σε ποτάμι κρυστάλλινο, μέχρι και την τελευταία γουλιά κρασιού που θα γευτείς. Να στε όμως στο μεσοδιάστημα ελεύθεροι και όχι στοιχειωμένοι.

-Είναι ο θάνατος φίλε μου σημειωματάριο, η μόνη μας αλήθεια;
-Είναι η μόνη σίγουρη αλήθεια
-Και αν δίχνεις πόνο στα σκυλιά;
-Είναι που δεν σε κατασπάραξαν ακόμα.


-Θα ρθει μια μέρα απ' τα παλιά, που θα 'ναι αμέτρητα πουλιά, πετώντας να ερωτεύονται ξανά
κάθε απόχρωση του ουρανού τους.
-Τα νέα πετούμενα ψάχνουνε για φυλαχτά. Αλλιώς φωλιές τους γίνονται τα παιδικά τους χρόνια.
-Και που είναι το κακό να έχεις για πατρίδα τα μαύρα χελιδόνια;
-Είναι που είναι η ίδια πατρίδα με της Άνοιξης το πρώτο γλυκό βραδάκι. Που μεθυσμένος της χαιδεύεις τα μαλλιά.
-Ναι αλλά εκείνη ήταν που άνοιξε το στέρνο της, χωρίς να χαρίσει τίποτα λιγότερο, από τον κόσμο της.
-Να συγχωράτε τους έρωτες που ακούγαν σε εντολές. Ήταν μεθυσμένοι από την ανασφάλεια.

Παρασκευή 14 Νοεμβρίου 2014

Οδός Γολγοθά 131

Ήταν καθώς σάλευα και βυθιζόμουν ξανα στο χιόνι, μια νύχτα στο άστρο σου τσακμάκισα
μα πήρανε φωτιά τα σωθικά μου. Νόμιζα πως έγνεθες από μακριά και πως για μένα χαμογέλαγες
και όχι στα σκυλιά. Είναι που χόρτασα αγάπη και που κάθε που ξημέρωνε, με φώναζες αντάρτη. Κρίμα που ο τόπος πήρε φωτιά και μέχρι τα άλλα τα χαράματα, γιορτάζανε παιδιά.
Ήρθαν στο κόσμο σου για άλλη μια φορά κι όμως δεν ήσουνα καμιά.

"Όλα καλά"


Πέμπτη 30 Οκτωβρίου 2014

Στάχτες στον καμβά



Είναι άδικο ιπτάμενοι να δακρύζουμε
μια καμένη γη, τι και αν την ποτίζουμε.
Πινέλα οι ψυχές μας βουτηγμένες στην αιωνιότητα...
Έπειτα σε μια μικρή ανάπαυλα του χρόνου, ίσως να αναφωνήσουμε,
σαν δυο νεογέννητοι γαλαξίες που αναβάλουν τη μαύρη ματαιότητα
"έλα πιο κοντά και θα στο πω με πυρωμένα χρώματα!"





Δευτέρα 20 Οκτωβρίου 2014

Μια τσέπη γεμάτη Φθινόπωρα


Μια βραχνιασμένη και αργόσυρτη φωνή, είχε ο δάσκαλος τότε που ήμασταν μικροί.
Είχε μια μακρόστενη σιδερένια έδρα, όπου στήριζε τα κοκαλιάρικα χέρια του.
Η έδρα ήταν γεμάτη από σκόρπιες κιμωλίες, παρατημένα γραπτά και στην άκρη δεξιά, σχεδόν φλερτάροντας με το πάτωμα, υπήρχε το γυάλινο βάζο των κλήρων. 
Οι κλήροι, ήταν μικρά τυλιγμένα αριθμημένα χαρτάκια, 
"κατ' εντολήν" φτιαγμένα από εμάς τους μαθητές. 
Θυμάμαι ήμουν το πέντε. 
Όταν ο δάσκαλος ήθελε κάποιο παιδί να πει μάθημα, άνοιγε έναν κλήρο. 
Αν ήσουν διαβασμένος και ταυτόχρονα τυχερός, η μέρα σου θα ήταν υπέροχη. 
Αν ήσουν αδιάβαστος και ταυτόχρονα άτυχος, η υπόλοιπη σου μέρα προμηνυόταν μαύρη.
Αν πάλι, ήσουν πονηρός και κατέβαζε η κούτρα σου παγαποντιές, 
απλώς ερχόσουν στην αίθουσα κάποιο μοναχικό διάλειμμα
και έσκιζες το χαρτάκι με τον αριθμό που σου αντιστοιχούσε και 
ησύχαζες για όλη τη χρονιά.
Έτσι και στη ζωή.
Γι αυτό φώτιζε μας ουρανέ, να σκίσουμε μια για πάντα,
τον κλήρο που  μας στέλνει για χρόνια τωρα αδιάβαστους.


Τρίτη 7 Οκτωβρίου 2014

Ψ

Μια φθινοπωρινή τσούχτρα,
έκρυβε καθώς αιωρούνταν, το φεγγάρι.
Πιο δίπλα,
φορώντας γυαλιά κατάδυσης,
πάνω απ' τη παγωμένη στέγη,
ο άγνωστος Ψ, έδεσε τις λέξεις
σαν κορδόνια.
Έπειτα τυλίχτηκε το χαμό
σαν σακάκι ξεχασμένο
και με ένα σάλτο
πιάστηκε απ' τη καινούργια
αναδυόμενη του αγάπη.


Τετάρτη 6 Αυγούστου 2014

Αποθήκη μελλούμενων

Το πρωί όταν ξυπνώ, γυρεύω πάντα μιαν ανάσα, την βρίσκω μετά από ώρα, την κρατώ και βγαίνω στο δάσος που υπάρχει έξω από το πατρικό μου. Λογιών πλάσματα μικρά, είναι κρυμμένα μες τα χόρτα και πίσω από τα δέντρα. Μόλις με δουν συνωμοτούν μες το σπίτι πως θα μπουν. Να κλέψουν μάλλον θέλουν, τα βάζο με το μέλι ή απλώς να μπουν να δουν.
Τα απογεύματα που βγαίνω στη βεράντα, το δάσος έχει αντικατασταθεί με μια ήρεμη καταγάλανη και καθαρή θάλασσα. Περικυκλώνει το σπίτι. Από το σημείο της βεράντας όπου κάθομαι ακουμπισμένος, τα πόδια μου με ευχαρίστηση μέσα της βουτώ. Η βελούδινη υφή της, δροσίζει όλη μου την ύπαρξη. Με γεμίζει με αποθέματα ελευθερίας, όταν γυρίσω πίσω στη πόλη, θα μου χρειαστούν. Δεκάδες μικρά ψάρια κινούνται ανέμελα και γω κοιτώ τον ουρανό.
Σαν χορτάσω ανεμελιά, κλείνομαι αυτόβουλα στο δωμάτιο μου. Αποθήκη εφηβικών φαντασμάτων ήταν παλιά, τώρα μοιάζει με ξενώνα. Ένα τερατάκι με φιλικό βλέμμα για κάθε ράφι, μια οικεία κραυγή απόγνωσης  καταχωνιασμένη  σε κάθε ντουλάπι. Εποχές που δεν θα ξανάρθουν ποτέ. Ευτυχώς.
Ταξιδεύω αγκαλιά με ένα βιβλίο ή κανένα δίσκο. Μέχρι να προσγειωθώ πάλι πίσω, το βραδάκι έχει φτάσει και κείνο. Το σπίτι μας τώρα αιωρείται. Μου θυμίζει μοναχικό πλανήτη. Διασχίζει νωχελικά το διάστημα, ανάμεσα από πλανήτες ξεγλιστρά, μέσα σε νεφελώματα κρύβεται προσωρινά. Δεν τρομάζω, παρόλο που σαστίζω και τελικά απολαμβάνω άναυδος τη θέα.
Ξανάγινα παιδί και ανέβηκα με βιαστικές δρασκελιές απάνω στη ταράτσα. Τα αδέρφια μου, το ένα πιο μικρό, το άλλο πιο μεγάλο, κοιμούνται μέσα στις αιώρες τους. Οι γονείς μας ευτυχισμένοι, κοιτιούνται για ώρες μες τα μάτια , κρατώντας ο ένας το χέρι του άλλου.
Ελπίζω να μη με είδαν, μη τους χαλάσω τη στιγμή. Κι ύστερα πάλι ζωγραφίζω αναμνήσεις μέσα στο μυαλό μου. Αναμνήσεις απ' αυτές που θα έρθουν...
Σαν αποθήκη μελλούμενων η καρδιά μου, αφουγκράζεται τις πιο χαρούμενες μονάχα.
Μέχρι να με βρει εδώ στη ταράτσα το ξημέρωμα, γαλήνιο και μισοκοιμισμένο.





Τετάρτη 23 Ιουλίου 2014

Ένα για τον δρόμο

Στριφογυρνάει ο δρόμος στο μυαλό μου,
 μια χορταριασμένος και δύσβατος και μια να τον συνθέτουν πλημμυρισμένα πλακόστρωτα.
Όλους τους δρόμους σου περπάτησα,
κάποιες φορές να βλαστημώ θυμάμαι - συγχώρα με γι αυτό - και άλλες να σκάω από τα γέλια,
άλλες ξυπόλυτος να περπατώ και άλλες να κοιτώ τα αστέρια.
Εκπυρσοκρότησε πάλι η θλίψη και με επέστρεψε στην αφετηρία του δρόμου τούτου.
Αρματώθηκα ξανά φωνές, ξόρκια, συμβουλές και ένα παγούρι δάκρυα της μάνας.
Ξεκίνησα έπειτα με τη καρδιά γιομάτη σιγουριά,
πως δεν είχα δει τις ομορφιές σου,
δρόμε φωτεινέ που μ' οδηγείς στις πιο ακούσιες συνειδητοποιήσεις,
μη ψωνιστείς που σε εξυμνώ κάθε που προσπαθώ να κοιμηθώ, το βράδυ σαν πλαγιάζω.
Είναι που δεν θέλω να ξεχνώ, στάσιμος να μοιάζω.
Θυμάμαι τις προσευχές που έμαθα στα τρένα - πήγαινα πάνω κάτω μην παγώσω -
σε λιμάνια σε στοές, σε πετρόχτιστες αυλές,
σε φλεγόμενα σοκάκια, είχαν όλοι τους το βλέμμα λες και δεν ξανά 'δανε ταξιδευτές...
Και κάθε που τα πόδια μου γεμίζανε πληγές,
καλέ μου δρόμε, μαύρε πονηρέ,
έπαιρνα τα παπούτσια μου στα χέρια και διέσχιζα όλες σου τις αμυχές,
χωρίς ποτέ να υπακούω σε εντολές,
ήξερα πως μόνο εσύ τον πόνο καις,
μονάχα χτίζεις ένα πηχτό χτες,
με ενοχές, γιορτές, αφήνοντας στο διάβα σου ηλιοκαμένα μούτρα,
δοκίμασα των δέντρων σου κατά σειρά όλα τα φρούτα...
Και ήταν στιγμές που γέμιζες με ανάποδες στροφές
και όσοι ξάπλωναν απάνω σου, γρήγορα παραιτήθηκαν.
Μια φορά θυμάμαι με ξεγέλασες
και μου 'λεγες πως συνεχίζεις και τη θάλασσα διασχίζεις,
άμα θες,
μα όπως λένε "αν έχεις τύχη διάβαινε ", αλλιώς καθόλου ταξίδι μην αρχίζεις.
Ίσως να υπήρξα πολλοί άνθρωποι μαζί, σε ένα σώμα, μέσα σε μια ελπίδα,
στριμωγμένοι συνεπιβάτες, διψασμένοι για ζωή.
Ένας μας προστάτευε σε κάθε καταιγίδα.
Άλλος έκλαιγε από χαρά και κάποιος μέσα μου γερνά.  Ένας άλλος, κρατάει μια λεπίδα,
ένας έφηβος που δυνατά τραγούδι ξεκινά
και ένας ενήλικος που κρατάει εφημερίδα.
Ένα μικρό παιδί που δεν χορταίνει τα φιλιά
και ένας αλήτης που τριγυρνάει όλη νύχτα.
Μη με ξεχάσεις δρόμε,
εσύ που είδες όλες μου τις εκδοχές
και ξέρεις πότε αγάπησα και  πότε σκότωσα.
Πότε αγωνίστηκα, για τη μαύρη μου τη λευτεριά
και πότε έσπασα για πάντα την πυξίδα.


Παρασκευή 18 Ιουλίου 2014

Χόρταιναν με στάχτη

Ανίατο το φεγγάρι δρόμους μέσα στους βάλτους είχε ανοίξει,
λες και δεν πνιγήκαμε όλοι μαζί αμέτρητες φορές,
βουλιάζαμε σε κάθε μας βήμα,
μόνο τα δέντρα μας κοιτούσαν,
σαν παγωμένοι θεατές,
μιας καλοστημένης διαδρομής.
Στα σκοτεινά σοκάκια μιας πόλης που παρακαλούσε
να συνεχίσει να βαλτώνει από υποκρισία,
συντροφιά με ένα καθρέπτη στη τσέπη σου χωρούσε,
όσο μεγάλωνες φλέρταρες με το κενό, την άβυσσο,
τους λυκάνθρωπους και γω στεκόμουν σαστισμένος
κάτω από το φως του βραδινού ουρανού,
σπλάχνο του περήφανο, υπήρξα.
Και τώρα είχα αρχίσει να ζω μέσα σε κάθε χαράκι απόκρημνο,
στις ποταμίσιες πέτρες, στο λυσσασμένο άνεμο του Ιούλη,
χορωδία εντόμων που αίμα καταπίνουν κάθε που κοιμόμουν,
εξυμνούν το όνομα σου και χορεύουν χορτασμένα μέσα στα μαλλιά σου,
σαν χαλί στρωμένο τύλιγαν το λαιμό μου και μόνο χάδια οδύνης σου έδινα,
λες και βάλθηκε ο τρόμος και η φρίκη του πολέμου να μας καταπιούν,
"είναι τρελός αυτός ο κόσμος" μου είπες στο αυτί μια μέρα
και φόρεσες μπροστά μου, την πιο υγρή σου γύμνια,
αλμύρα και γαρδένιες τρώγαμε ξάπλα στην άμμο,
 "χάθηκε για πάντα,  πάρ' το χαμπάρι,  η αθωότητα από τον κόσμο!"
ούρλιαξες μέσα στα μάτια μου,
δάκρυ που ξέφυγε έγινες μετά,
δυο δρόμοι που καθίζησαν και συναντήθηκαν στην άβυσσο,
στολισμένοι με τα πιο λαμπρά και πολύτιμα σκουπίδια,
πλαστικοποιημένες αναμνήσεις εξορμούσαν τις νύχτες οι κραυγές μας
και στοίχειωναν τις παρατημένες πόλεις
και η θάλασσα βουβός γιατρός που σήκωνε τα χέρια του ψηλά στο θέαμα,
συγχώρεση ζητούσα μετά, από τα κύματα που με μαστίγωναν με πείσμα,
για τις αμαρτίες που μου χρέωσε ο πατέρας μου ο ουρανός
 και ο πλανήτης που γεννήθηκα, του παρήγγειλα να με ξεγράψει,
τα φτερά να βάλω στις φτέρνες πίσω και στους ώμους μου, έψαχνα ανελλιπώς,
όμως μόνο βουβή η σκοτεινιά, αλεπούδες να κοιτούν μου έστελνε,
μυρμήγκια να κλέβουν το σπίτι μου σιγά σιγά,
αμέσως  μετά θυμήθηκα πως είχαν δίκιο,
δεν ήταν δικό μου...Είχα μπαστακωθεί ένα βράδυ μεθυσμένος μέσα στη δική τους φωλιά,
με ανέχτηκαν με σθένος, τα πόδια μου περίσσευαν από τη τρύπα,
τα μάτια μου κοιτούσαν τα δέντρα μέσα στη νυχτιά,
μέχρι που είδα και απόειδα  και έψαξα πατρίδα μέσα μου καλύτερα,
χωρίς να υπόσχομαι, να παραδίνομαι, να συνεχίσω να βάζω φωτιά,
στη τρέλα και σε όλα τα χτικιά.
Μα σε μια μάχη άρπαξαν για λίγο στην άκρη τα φτερά,
την έσβησα και εκείνη και ξάπλωσα στην άκρη ενός γκρεμού
μήπως και άθελα μου στον ύπνο μου πλευρό αλλάξω
γιατί δε σε βρήκα πουθενά,
Μάλλον κοιμόσουν στην άγνοια,
πυγολαμπίδες συχνά σε ξεγέλαγαν και νόμιζες πως έπαιρναν τα μάτια σου φωτιά,
μα το ψακί που σου φύλαξαν ήταν φερμένο από μακριά,
το αίμα που σου ήπιαν τα χτικιά. Και κείνο το χρωστάς...
Μη ξεχνάς να λες ευχαριστώ μαλάκα!
χίλια χρόνια τώρα δεν έμαθες, να πολεμάς,
ούτε αληθινά να αγαπάς.


Δευτέρα 14 Ιουλίου 2014

Πέμπτη 19 Ιουνίου 2014

Δίανθος

Ριζοβόλησες σε εύφορο έδαφος, είχαν φροντίσει να ανθοφορήσεις.

Σε μεγάλωσαν με το καλύτερο νερό, μα καθώς μεγάλωνες έβλεπες ξηρασία στον καιρό. Η ξηρασία όμως δεν έφτασε ποτέ, παρά μόνο δύο χέρια σε ξερίζωσαν και σε έβαλαν σε γλάστρα μαζί με δεκάδες άλλες, μέσα σε κρύο φορτηγό. Προορισμός και συνθήκες ευρωστίας, άγνωστες… Κι από τότε φορτωμένος με ενοχές που δεν πρόλαβες να αφήσεις τους σπόρους σου πίσω στη γη που μεγάλωσες,  ταξιδεύεις πάνω κάτω σε έναν τόπο μαγικό πλημυρισμένο από όξινο νερό, γιατί αντί για ξηρασία, ήρθε Χειμώνας ατέλειωτος.

Σκεφτόσουν όπως πάντα «Θα περάσει και αυτό» μα όλο κάτι καινούργιο ερχόταν. Σα μαγνήτης κείνη η γη τραβούσε καταιγίδες. Και ξέρεις καλά πως έφταιξες και εσύ, γιατί ο άνεμος έφερε του σπόρους σου μακριά σε άλλη γη.

Έναν τον πήγε στο βουνό και συναγωνίζεται τα αγκάθια και τα ζώα, μην τον φάνε όσο μεγαλώνει, άλλον κοντά στη θάλασσα, τον έκαψε αμέσως η αλμύρα και το χιόνι.

Και έναν άλλο, μέσα σε μια πόλη τον έφτασε, να προσπαθεί μπας και σπάσει το τσιμέντο, τα φύτρα του να βγουν να αγγίξουν μια γωνίτσα ήλιο.

Και νιώθεις υπέρμετρη αγάπη για εμάς, που χίλια κομμάτια ο καμβάς, μας έκαναν τα ατέλειωτα μπουρίνια, σαν τα σπλάχνα μας να πολεμούν από μακριά, μήπως και γίνουν ένα.

Σα σύννεφο αχνό χιλιάδες γκρίζοι  Σπίνοι, βαλαν φωτιά στα σύννεφα, σαν ομιχλώδης  κηροζίνη.

Ξέρεις τα κούρασε ο πολύπλευρος σου εαυτός, μα είναι η φύση σου να έχεις έναν μόνο στόχο, στις πιο απίστευτες γωνίες αυτού του κόσμου, να ευδοκιμείς κι άλλοτε να φεύγεις άδοξα μέσα σε μία μέρα και ξέρεις εκείνη νικούσε το κενό, αλλά ξεχάσατε κι οι δυο σας πως ένα αδυσώπητο χτικιό, σας ήθελε ξερούς, νεκρούς και άυλους κι όμως το μόνο που θα κατάφερε ήταν να σας κάνει πιο ανθεκτικούς  και αθάνατους
.
Ήταν απόγευμα βροχερό και είχε κρυφτεί η μέρα όταν την γνώρισες, ήταν γλυκιά και  εύθραυστη, τα φύλλα της φωτιά εξιλέωσης, τα άνθη της είχαν γεύση λύτρωσης, ενώ το σάλιο της σε πότισε για αιώνες .

Ταξίδεψες σε χώρες αμέτρητες για να τη βρεις, μα στο τέλος κατάλαβες πως στεκόταν περήφανα δίπλα σου τόσο καιρό και η αναπνιά της χάιδευε τα φύλλα σου, τα άνθη της είχαν γύρει πάνω στα δικά σου κι όλο φοβόταν μην τυφλωθείς, απ’ το ίδιο το χάρισμα σου.

Ήταν μέρες δεν φοβάσαι να αρνηθείς, που την πίκραιναν οι ρίζες σου, σκληρές και άκαμπτες, πονούσαν τις δικές της, μοιρολόγια ψέλλιζαν για μεγάλες λέει συμφορές, δεν δίστασες μέχρι και αντίο να της πεις.

Ήσουν σίγουρος πως δεν καταλάβαινε, πως έφευγες για να βρει χώρο να ριζώσει, μιας και θα ήταν άδικο το κορμί της να παγώσει.  Επειδή δεν της άφησες χώρο να απλωθεί, στο χώμα να στεριώσει.


Τώρα όμως έχεις υποσχεθεί, πως ότι και αν γίνει τον ίδιο ουρανό και εκείνη θα ανεβεί, προς το φως, τον ήλιο, τον αέρα, ότι να ρθει θα ρθεί και μαζί με το βλέμμα σας ψηλά θα αναφωνήσετε «Πατέρα, είμαστε πληγωμένοι και όμως τόσο δυνατοί! Νιώθουμε χορτάτοι κι ας είμαστε για χρόνια νηστικοί, πικρή μητέρα, ας είναι ο θάνατος τερματικός σταθμός, πρέπει να πάμε παραπέρα…»

Church of Whatever


Δευτέρα 16 Ιουνίου 2014

Chapter 10 - Ονειρου Συντεταγμένες (απόσπασμα)

Διασταυρώσεις δρόμων όπου παλιότερα κυριαρχούσε το κυκλοφοριακό άγχος είχαν μετατραπεί τώρα σε ξέγνοιαστα μα και θλιμμένα ξέφωτα, ενός δάσους που λες και περίμενε αιώνες να δημιουργηθεί και τέλος να κυριαρχήσει σε ένα έδαφος που πάντα του άνηκε. Πεζόδρομοι και οδικές γέφυρες έξι λωρίδων κυκλοφορίας, ήταν τώρα μαγευτικοί καταρράκτες και με την δύναμη τους είχαν παρασύρει μερικές αβοήθητες νταλίκες σιγώντας για πάντα την ενοχλητική τσιρίδα τους στον καθαρό αέρα της πόλης.
Τα σπίτια και οι πολυκατοικίες ήταν καταπράσινα, γιατί παντού είχε ξεχειλίσει η πυκνή βλάστηση και όλοι οι κάτοικοι ήταν χαρούμενοι καθώς άναβαν τις ψησταριές  στις καταπράσινες ταράτσες των σπιτιών τους. Μουσικές ακουγόντουσαν από κάθε γωνιά της πόλης και ήταν αξιοζήλευτη η χορευτική διάθεση και ο τρόπος που οι πεζοί έκαναν το απογευματινό περίπατο τους.
Για μερικούς, εκείνο το απόγευμα ήταν ένα απόγευμα Κυριακής, ξεκούρασης και συντροφικότητας, για άλλους ήταν απόγευμα Δευτέρας, όπου με μεράκι σιγά σιγά τέλειωναν τις δουλειές τους ανοίγοντας τα πατζούρια να μπουν μέσα οι ακτίνες του φωτεινού πλανήτη.
Για τις παρέες των νέων ήταν απόγευμα Παρασκευής και όλες οι παρέες ήταν μαζεμένες στις πλατείες και τα καταπράσινα πάρκα της πόλης. Τα πειράγματα και τα γέλια τους, ακουγόντουσαν παντού. Η μουσική από δεκάδες ακορντεονίστες που κατέβαιναν μια μεγάλη κατηφορική οδό, έβγαζαν στα μπαλκόνια και τους πιο ανόρεκτους και κακόκεφους κατοίκους, οι οποίοι μετά από αυτό, υπερέβαλαν εαυτό και άρχιζαν να χορεύουν δειλά δειλά στα μπαλκόνια, στις εισόδους των πολυκατοικιών αγκαλιά με το ταίρι τους, άλλος με τις δύο μικρές του κόρες και μια νοικοκυρά με τον ανάπηρο σύζυγο της που κοίταζε τώρα αμίλητος τα φλεγόμενα σύννεφα. 





Δευτέρα 26 Μαΐου 2014

Βόλτα με τη Κάτια

Καθόμασταν όπως κάθε μεσημέρι σε ένα δωμάτιο γεμάτο καπνό και μουσική στη διαπασών, ενώ όλοι οι κάτοικοι είχαν πιάσει τις  ιδιωτικές παραλίες. Το ισόγειο της Κάτιας με το ζόρι φωτιζόταν μολονότι έξω ήταν κατακαλόκαιρο, επειδή περιστοιχιζόταν από πολυκατοικίες. Σάπιες σαν χαλασμένα μπισκότα, στηριζόταν η μία πάνω στην άλλη, μόνο κάτι μικρές τρύπες σαν παράθυρα, υπονοούσαν την ύπαρξη ζωής μέσα τους.  Ακριβώς από πάνω μας, ένας άρρωστος ηλικιωμένος έβηχε κάθε δέκα δεύτερα με σταθερό τέμπο, όχι τόσο από βήχα, αλλά από ανάγκη δήλωσης ύπαρξης. Έστω και με αυτό τον τρόπο. Μετά από λίγο έφτυνε από το μπαλκόνι. Οι ροχάλες προσγειωνόντουσαν καμιά φορά στην απλώστρα της Κάτιας και γι αυτό έβαζε ένα διάφανο νάιλον πάνω από τα απλωμένα ρούχα. Όλοι μιλούσαν για τις εκλογές, οι περισσότεροι όπως πάντα παραμιλούσαν, κορδωνόντουσαν για κατορθώματα που τάχα μου είχαν κάνει.
Ο λόγος τους οξύμωρος, θρασύς, λίγες ώρες πριν από τα αποτελέσματα, αγκάλιαζε τη παράνοια. Τους ακούγαμε τους εκπρόσωπους τους απ’ τη τηλεόραση του απέναντι. Δεκάδες άνθρωποι ζούσαν πάνω από τα κεφάλια μας. Καμιά φορά ένιωθες πως το να ζεις στο κέντρο, είναι σαν να ζεις σε ένα εφηβικό συρτάρι γεμάτο με λογής λογής αντικείμενα, τα περισσότερα χαλασμένα ή παντελώς άχρηστα, μόνο θόρυβο προκαλούσαμε όταν το εφηβικό χέρι άνοιγε βιαστικά το συρτάρι για να πετάξει μέσα έναν καινούργιο ένοικο του κέντρου. Κακομοίρη Έλληνα μέχρι και το ναζισμό, την χειρότερη και μισανθρωπιστική ψυχασθενική τάση, κοντεύεις να κάνεις τρέντι, σκέφτηκα καθώς άκουγα φωνές πολιτικών από την τηλεόραση του γείτονα.
 Βγήκαμε τσάρκα στα σοκάκια της περιοχής μας. Δεν αντέξαμε. Δεν υπήρχε βέβαια κόσμος. Έβλεπες και ένιωθες τη παρακμή που θα μπαστακωνόταν για δεκαετίες. Στα χορτάρια του πάρκου δίπλα από μερικούς τόνους σκουπιδιών, κάποια κορίτσια τσιλημπούρδιζαν με τα αδέσποτα.  Ύστερα υπήρχαν παντού μα παντού παππούδες. Σαν συμμορίες είχαν κατακτήσει όλη τη πόλη. Διαρκώς έκριναν και κατέκριναν τα πάντα, χωρίς να λογοδοτούν για το τι προσέφεραν οι ίδιοι στον τόπο. Απλά υπήρχαν. Και έκαναν ότι τους έλεγε ο δέκτης. Έριχναν που και που καμιά ματιά στα κοριτσάκια, τα οποία όταν δεν χαζογέλαγαν, τσακωνόντουσαν για τα νύχια και τα μαλλιά τους.
 Κατηφορίσαμε αμίλητοι  προς τη θάλασσα, λίγα χιλιόμετρα πιο έξω από το κέντρο. Ο καθένας μας κοιτούσε εδώ και εκεί, προσποιούμενοι ίσως, πως μια διαδρομή που την κάναμε κάθε μέρα για χρόνια, την κάναμε εκείνη τη μέρα για πρώτη φορά. Ο ουρανός ήταν ξεκάθαρος για τις διαθέσεις του. 

Η θάλασσα όμως έμοιαζε να πάσχει από κάποια ανίατη αρρώστια. Είχα δει πραγματική θάλασσα παλιά, όταν ήμουν μικρός. Η Κάτια άναψε ένα τσιγάρο και μου χάιδεψε το κεφάλι. Κούνησα την ουρά μου και της ανταπέδωσα το χάδι με δυο τρεις γλυψιές στο πόδι της και συνεχίσαμε να κοιτάμε τον γαλαζοπράσινο ορίζοντα.



Πέμπτη 22 Μαΐου 2014

Προλαβαίνεις

Κύκλο σχεδίαζε στον ουρανό σα πτηνό
και ξαναγύρισε.
Θλίψη έκρυβε μέσα στο μυαλό
και χάρη ζήτησε.
Κάθε βράδυ έψαχνε να βρει Θεό,
τον είδε μια μέρα όταν ξύπνησε.

Ήταν ξυπόλητος και πληγωμένος
διακόνευε στο δρόμο.
Βιαζόταν να προλάβει ουρανό
δεν είχε άλλο χρόνο.

Ο ποιητής των όλων, αναζητούσε
και κείνος εαυτό,
μπας και διώξει απο μέσα του
τον πόνο.

Πάει καιρός που είχε σταματήσει
να αφουγκράζεται το κόσμο.
Χωρίς φίλους, αρχή και γιατρειά
φοβόταν μη κάνει κάνα φόνο.

Χασμουριόταν κάθε που ξημέρωνε
και ξανάβγαινε στο δρόμο.
Περπάταγε σκεπτικός στη θάλασσα απάνω κι όλο μονολογούσε

"Μια σε βρίσκω, μια σε χάνω".






Πέμπτη 20 Μαρτίου 2014

Μπλούι ο βουβός

Κατρακυλούσε με ένα ζευγάρι φλογισμένα μάτια
στη πιο σκοτεινή πλευρά της πόλης
αναζητώντας να ανταλλάξει κάποιο νεύμα,
ένα χαμόγελο στη καλύτερη των περιπτώσεων
λίγο πριν το τέλος όλων των πραγμάτων.

Ωστόσο κάτι φτερωτές κάψουλες κύκλωσαν τον ουρανό
πάνω απ' το σαστισμένο του βλέμμα...
Γεμάτες με συμπυκνωμένες ελπίδες, χημικά και τροφή για αστροναύτες,
πήραν φόρα και στροβιλίστηκαν μαζί με τη σκιά του,
καθώς εκείνος προσπαθούσε να κρυφτεί πίσω από ένα κάδο σκουπιδιών...
Μέχρι που τον έχασαν και έφυγαν για άλλη γειτονιά,
και τώρα η μνημη του κορεσμένη από αναλαμπές εικόνων,
μυρωδιών και ανάκατων στιγμων,
κόχλασε στιγμιαία δίπλα από ένα δελεαστικό γκρεμό.

Συνέχισε όμως να βαδίζει ανάμεσα από άστεγες πληγές,
πτωχευμένες επαύλεις και πολυεθνικές, που στα ζάρια έπαιξαν όλα τους τα τέκνα
και τα εγγόνια πάνω στη παραφροσύνη μιας αιώνιας απληστίας.

Πόρνες και μεθυσμένοι μουσάτοι νάνοι,
έπιασαν κουβεντολόι,
καθώς εκείνος προχωρούσε,
τα αδέσποτα στο βάθος μόλις τον είδαν,
άρχισαν να καλπάζουν ουρλιάζοντας.
Κάποια κυρία έπεσε εχθές απ' τον πέμπτο όροφο σε τούτο το σημείο
μα εκείνος δεν είχε άλλο τσιγάρο για να ανάψει.

Προς το στόχο του συνέχισε να περπατά
σχεδόν ορκισμένος, περπάταγε μερόνυχτα
ενώ πίσω του η διαδρομή ανατρίχιασε στο αεράκι,
που προκάλεσαν οι ξεσκισμένες του αρβύλες.

Θα διέσχιζε όλη τη λεωφόρο
θα προσπέρναγε τζάνκια, κτίρια γεμάτα αλυσίδες και λουκέτα,
εναρμονισμένα και άψυχα,  με το παρελθόν εκείνου του τόπου.
Μετανάστες που λιμοκτονούσαν,
ληστές που χαμογελούσαν,
ποιητές που θρηνούσαν,
ενώ κανένα δέντρο δεν γλύτωσε απ' τη ρύπανση της πόλης
και μόνο κοιτάγανε σα στραγγαλισμένες εναέριες ρίζες,
που κάποιες φορές ήταν σαν να ζητούσανε βοήθεια
όμως τελικά, πάγωσαν και έμειναν εκεί για πάντα.

Από τους υπονόμους βγαίνανε προσεκτικά,
μην τα δει κανείς,
κάτι πιτσιρίκια.
Γεμάτα φόβο, θλίψη, απορία και βρώμικα ρούχα.

Ο ήλιος είχε κρυφτεί για χρόνια
και εκείνος βάδιζε σιωπηλός, σχεδόν παραπατώντας
ανάμεσα στη τρέλα και τη σιγουριά.

Μέχρι που επιτέλους βρέθηκε μπροστά απ' τους δεκάδες φύλακες
και τα συρματοπλέγμετα που είχαν πλέξει στον ελεύθερο τους χρόνο.
Στάθηκε μπροστά από μία στρογγυλή σιδερένια μπάλα,
τυλιγμένη με καλώδια και μικροτσιπ, κάμερες και οθόνες,
μια στρογγυλή μηχανή, στο μέγεθος μιας μονοκατοικίας.
Και τα σκουλήκια γύρω της, σκέφτηκαν πως κάτι καλό κράταγε για αυτά
το πνεύμα, τη ψυχή ή στη καλύτερη λεφτά!

Όμως σάστισαν στη θέα ενός σιδερένιου αναπτήρα
που έβγαλε από τη μέσα τσέπη του μπουφάν...
Είχε ανάγλυφο ένα ήλιο χαραγμένο
και μέσα του μια φλόγα που τρεμόπαιζε συχνά.

Με μιας, λένε, όλα ανοίχτηκαν στη σκόνη,
όταν έδωσε στο νήμα του φωτιά...
Και η μηχανή διαλύθηκε και τα σκουλήκια έβγαλαν φτερά...

Και πήρανε φωτιά αμέσως όλοι οι δρόμοι
και η έκρηξη ακούστηκε πολλούς γαλαξίες μακρυά
Απ' τη γη βγήκανε όλοι οι κάτοικοι δειλά,
ήταν αιώνες φυλακισμένοι αυτοεξώριστοι,
εξαναγκασμένοι οικειοθελώς, να ζούν μες τα σκατά...

Το βράδυ χιόνισε για τα καλά
και η σιωπή που ακολούθησε ήταν φυσική σαν την δική του,
τετελεσμένα επακόλουθη
και όχι επιβαλλόμενη, αρρωστημένη,
όπως για παράδειγμα στα λευκά κελιά.

Και ο ήλιος λένε τότε ξάφνου βγήκε
και τα παιδιά άρχισαν να στήνουνε παιχνίδι
και να τραγουδάνε δυνατά:

"Μπλούι ο βουβός, Μπλούι ο βουβός, εκείνος μας χάρισε τη λευτεριά!"




Κυριακή 2 Μαρτίου 2014

Ο Κος και η Κα Γουάιτ


Έξω έβρεχε χάλκινο μπαρούτι
φύτρωναν με αυτό τον τρόπο, οι τύψεις, στις ταράτσες των σπιτιών

Η Κα Γούαιτ σκέπασε τον κατάκοιτο άντρα της με τα κουρελένια μισοφόρια της
Η φλόγα του κεριού τρεμόπαιξε για μια στιγμή

Στη μέση εκείνης της σκονισμένης πόλης, σαν παρατημένο φωτιστικό του πλανήτη,
το δωμάτιο τους, προσευχές ξεφυσά και αναβοσβήνει.

Ξαπλωμένος ο φουκαράς, σακατεμένος απ' το χρόνο
και εκείνη επέβλεπε, έδιωχνε με το βλέμμα της τον πόνο.

Ήταν απόγευμα, μα είχε απλωθεί μια αχνή σκοτεινιά.
Η υγρασία γρατζουνούσε το δέρμα και σκορπούσε αναπάντεχα ρίγη.

Σούπα ζεστή, το δωμάτιο τους μοσχοβόλησε
και εκείνος έδειχνε να ανυπομονεί για κάτι άλλο, στο βλέμμα της απάνω δάκρυσε.

"Μη βιάζεσαι καλέ μου, έχει λίγη ζωή ακόμα
και έπειτα, θα 'σαι έτοιμος, να γίνεις ένα με το χώμα!"

"Και μετά;" Την ρώτησε απορημένος
"Μετά θα ρθουν όλα ανάστροφα" απάντησε εκείνη

"Τι θα πει ανάστροφα; Πες μου τί θα γίνει!"

"Θα αρπάξουν με Άνοιξη τα σωθικά..." απάντησε η Κα Γουάιτ, χωρίς να κρίνει
"Θα φυτρώσουν  στο πάτωμα μυριάδες άσπροι κρίνοι
Μιλιούνια στον αέρα θα πλέουνε πουλιά,
και η ψυχή χαρούμενη, κρασί θα πίνει..."

Του είπε και εκείνος τώρα χαμογέλασε
έγειρε και έκλεισε τα μάτια

Αμέσως όλα τα κρύσταλλα του σπιτιού
γίνανε κομμάτια

Και εκείνη τώρα κλαίει δυνατά
που μόνη της θα μείνει

Όμως στους ώμους της φυτρώσαν ξαφνικά
δυο μικρά φτερά που έχουν οι μαύροι Φρανκολίνοι

Και ξημέρωσε απότομα
μιας και το όνειρο τους, πραγματικότητα είχε πλέον γίνει.



Τρίτη 18 Φεβρουαρίου 2014

Τέτοια ώρα, τέτοια ακόρντα

Μια στιγμή, ολάκερη ζωή
αν το 'ξερα απ' την αρχή
δε θα 'κλαιγα την ώρα που γεννιόμουν
Η υπομονή ανέχεται;
Η ανοχή υπομένεται;
Μη βάλω φωτιά κρατιόμουν
στο πλεκτό σκέπασμα που τυλίγομαι τα βράδια
γιατί συνθέτει στους κόμπους του μια αιώνια πληγή
Γιατί οι άνθρωποι λάθος να δασκαλεύονται;
Γιατί οι δάσκαλοι τους, την ανθρωπιά να καπηλεύονται;
Θρύψαλα, κρατιέμαι να μην κάνω τη βροχή
που πέφτει με μανία, στο τζάμι μου κάθε πρωί.
Μια στιγμή ολάκερη αιωνιότητα
του θανάτου είναι λέει παραγιός
δεν θυμάμαι πως τον λένε ακριβώς.
Η θλίψη επανέρχεται;
Φτιάχνουν τα δέντρα μουσική;
Κάθε βράδυ, που η ψυχή μου φλέγεται,
λέω τη ίδια πάντα προσευχη
και στα ουράνια αποστέλλεται
Άγνωστο όμως παραλήπτη αν θα βρει
Ήθελα να 'μαι κομήτης
που σαν σβήσουν οι φλόγες του,
ποτέ του δεν πικραίνεται...
Η άσφαλτος υπήρχε πάντα μέσα στις πόλεις;
σαν σκληρά και μονόχρωμα ποτάμια όλοι οι δρόμοι,
θε να ραγίζουν τη σιωπή
Να μην εκραγώ αντιστέκομαι
κάθε που με πλακώνει τούτης της πόλης η σιγή
Τα περιστέρια από που έρχονται;
και γιατί δεν τα νοιάζει τόσο η σιωπή;
Βρίσκω τον έρωτα σε κάθε της φιλί
και το στέρνο μου διαστέλλεται,
καθώς ριζώνει μέσα του, μια απρόσμενη γιορτή.
Δούλευα στα τρένα
και μετά σε κάτι υπόγεια μαγερειά
έπλυνα χιλιάδες πιάτα δωρεάν
είχα φίλους αρουραίους
και προστάτες κάνα δυο στοιχειά
Υπέμεινα κάτι φλύαρες σμέρνες
τη ζωή τους ήθελαν κάπου να διηγηθούν
βρέθηκαν σε μεταξωτές κορδέλες μπλεγμένες
όμως είχαν μόνο φύκια για να σκεπαστούν
τους έπνιξε εν τέλει ένα κύμα
απ' τη ζωή πολύ πιο δυνατό
Πόσα χρόνια έχασαν μπροστά σε μια οθόνη, σιωπηλοί;
Πόσες μνήμες κέρδισαν άραγε, αμίλητοι, βουβοί;
Κρατιέμαι όπως την ώρα που γεννήθηκα
στη μήτρα νιώθω να θέλω, πίσω, να χωθώ
Τι υπήρχε πριν απ' αυτό
Το απόλυτο κενό
Ακριβως το ίδιο, με του θανάτου το φευγιό
Τώρα όμως θα σωπάσω
γιατί δίνω νερό στον άγγελό μου
και έπειτα έχω να ταίσω με λεφτά τον δαίμονα μου
κάτι φόβους και ένα σαράκι μυστικό
Έμαθα που λες να μη μαθαίνω
κάλπικα διδάγματα και σκρόφες συμβουλές
που θέλουν να με κάνουν σε καβούκι στο τέλος, να κλειστώ
Αγκαλιά με μια γλυκιά συνοδοιπόρο, ευγενικά αρνιέμαι,
και συνεχίζω να υπομένω, να αντιδράω , να ρωτώ...

Πέμπτη 6 Φεβρουαρίου 2014

Ένα βροχερό ερώτημα

Π
οιός είμαι άραγε; Τι θέλω να κάνω πριν φύγω…; Με τι μοιάζω; Είχα υπάρξει πριν από μένα; Αναρωτιέμαι καθώς κατεβαίνω τα μισοφωτισμένα στενάκια που οδηγούν στις μεγάλες κεντρικές λεωφόρους της πόλης αφού πρώτα τινάξω τη βροχή από πάνω μου, ίσως επειδή μυρίστηκα, ετούτο το βροχερό απόγευμα, τη μυρωδιά ζεστού ψωμιού που πουλάει εκείνη η καλόβουλη μεροκαματιάρα φουρνάρισσα. Είχε βλέμμα θαλπωρής, με λεχώνα έμοιαζε ή απλώς σαν άλλη μια μετανάστρια που ευγνωμονεί για τα λίγα λεπτά που άφησα να πέσουν στο ξύλινο πάγκο της. Αντίτιμο της φρατζόλας που αγόρασα. 
Για λίγα δεύτερα στα μάτια της καθρεπτίστηκε ένα όνειρο κρυφό και ποθητό όσο τίποτα άλλο, πολύτιμο μιας και είχε γίνει για κείνην πραγματικότητα. Κατόπιν, έκλεισα τη πόρτα φεύγοντας και συνέχισα μέσα στο σκοτάδι, δρασκελώντας από πλακάκι σε πλακάκι, αποφεύγοντας τις λίμνες βρόχινου νερού, καθώς αναρωτιόμουν αν όλοι αυτοί που με κοιτούσαν σαν ακροβάτη δεξιοτέχνη, να προχωρώ, βρεγμένος και ελαφρά χαμογελαστός, αναρωτιόντουσαν το ίδιο πράγμα με εμένα; Ή απλώς σκεφτόντουσαν τη ζεστή αγκαλιά των μηρών του κοριτσιού τους; Μια αγκαλιά που θα τους περιμένει σαν βγάλουν οι ίδιοι τα βρεγμένα ρούχα, ενώ στο βάθος του σαλονιού τους, μια διακλαδική υστερία θα ξεχειλώνει την οθόνη, πηχτή και άνοστη σαν ξαναζεσταμένη σούπα…
Αυτή η φωνή… Κρατάει τους κατοίκους της πόλης σιωπηλούς στα μακρόστενα τσαρδιά τους, σαν να μην έχουν τίποτα να συζητήσουν αναμεταξύ τους, γιατί όπως και να το κάνουμε δεν γίνεται να πεις «όλα βαίνουν καλώς!» όπως έλεγε ένας δάσκαλος μας στο δημοτικό, «όχι ρε καρικατούρα νεκροθάφτη, δεν βαίνουν!!!» φώναξε μια μέρα ένας μαθητής από το βάθος της αίθουσας στο «δάσκαλο» και ίσως να μη ήμουν εγώ, μα ούτε και εσύ, ίσως να ήμασταν όλοι μαζί και δεν ήμασταν πια σιωπηλοί, σε κάθε γδούπο της σιδερένιας βίτσας στα χέρια μας, ή της κρύας σφαλιάρας του «κυρίου» Γιώργου που «κούτσουρα» μας ανέβαζε «κούτσουρα» μας κατέβαζε.
          Κάτι θα έπρεπε να κάνουν όλοι αυτοί οι άνθρωποι που ζουν στις πόλεις, οι άνθρωποι που συνήθισαν να κλαίνε ή να κλαίγονται, να συμβιβάζονται με τον πόνο ουσιαστικά, αντί να τον διώχνουν με παλούκια και φωτιά, ως άλλοι λυσσασμένοι εργάτες - ενδεχομένως πεινασμένοι περασμένου αιώνα, άνθρωποι ανθρώπινοι, που πολεμάνε για τα αυτονόητα – παρά μόνο συγκρίνουν τις ζωές τους όλοι μαζί και όλοι χώρια, καταπιασμένοι από το χειρότερο παράδειγμα κάθε φορά. Δεν έχουν σιχαθεί όλοι αυτοί οι άνθρωποι, όλοι μαζί και όλοι χώρια, που κατακλύζουν τους δρόμους αμίλητοι και βιαστικοί, να πληρώνουν σωρούς από χαρτιά, γεμάτα σφραγίδες, σάλια και μελάνι, τα ακριβότερα χαρτιά στον πλανήτη;
        Με ποιμένες μοιάζουν που μασουλάνε καλώδια αντί για τροφή,  ευγνωμονώντας που δεν έφτασε ακόμα η ώρα να τους σφάξουν. Προς το παρόν, τους ρουφάνε το νωτιαίο μυελό με σταθερό τέμπο, κάτι θεόρατα πλάσματα σε κάθε ευκαιρία.
Μου θύμισαν βαμπίρ όταν είδα εκείνο το βροχερό απόγευμα δύο από δαύτα να ξεγλιστρούν σαν σκιές από μία γωνιά, ψηλά και αδύνατα στη στυλωσιά, μόνο μια πρησμένη κοιλιά, ξέμπαρκη σαν εικόνα, τα έκανε να γέρνουν προς τα μπρος , να καμπουρίζουν ελαφρά.
          Είχαν για δόντια δυο ατσάλινα ψαλίδια, λεπίδες αιχμηρές μάγκα μου, που περίσσευαν από το στόμα και τα μάτια τους βουλωμένα, γουρλωτά, είχαν φωλιάσει στο ίδιο τους το κρανίο, άτριχο εκείνο και στρογγυλό, σαν κούφιο κολοκύθι. Ένας νευρώνας ίσως μόνο να δουλεύει, εκείνος της απληστίας, τυλιγμένα με τις μακριές μαύρες καμπαρντίνες τους, συνωμοτούν για το τι θα αρπάξουν την εκάστοτε φορά και «όταν πρώτα ο Θεός» έρθει η ώρα πάλι, για βιτρίνα, λούσα και γιακά, τα καλά τους πρόκειται να βάλουν… Θα στηθούν καθωσπρέπει, σαν αλλοτινοί ευγενείς της υπεραφθονίας εκπρόσωποι, θα λιβανίσουν για λίγο με ελπίδες τους κατοίκους, μα μόνο τα δέσποτα και ένα τσίρκο ψύλλων, πλέον γνωρίζουν  όλη την αλήθεια, πως όσο υπάρχουν τρόποι αποχαύνωσης ετούτης της γενιάς, που θα έπρεπε να είναι το σπίρτο στο πάτο του πηγαδιού, όσο οι γονέοι τους μέσα σε φωλιές παραμένουν σιωπηλοί άβουλοι και μαλθακοί, γκρινιάρηδες ωστόσο, στα λόγια θράσος ολόγιομη δεξαμενή, στις πράξεις κάνουν το τρελό και αδιάφορο δεσπότη, τόσο τα θεόρατα πλάσματα με τα λιανά πόδια , τα δόντια τη κοιλιά, θα ατενίζουν με χλεύη…
      Θα κρύβουν τον ήλιο με τα γλοιώδη χαμόγελα υποκρισίας τους, θα υποτάσσουν ατέρμονα ψυχές και συνειδήσεις γιατί πάντα θα υπάρχουν τρόποι, άλλο τόσο όμως, θα υπάρχουν κάποιοι που θα δημιουργούν , θα καλλιεργούν, θα ζυμώνουν, θα προσδιορίζουν  το κενό, με λέξεις, μαγιά, χρώμα , χώμα, νότες και φιλιά.
Γιατί η ζωή δεν χάθηκε ακόμα, πάντα θα υπάρχουν αυτοί που αντιστέκονται , θα ξεκλειδώνουν πόρτες, θα ανοίγουν παράθυρα σε μαντρότοιχους θα γκρεμίζουν ετοιμόρροπες οπτασίες, θα καίνε στη πυρά της ελευθερίας τα φαντάσματα του παρελθόντος, τους εχθρούς του δίκαιου, του ηθικού. Θα λένε πάντα αλήθειες καλώντας δίπλα τους τα αιώνια παιδιά. Και ετούτο από μόνο του, θα συμβαίνει κάνοντας μέσα σου τις σωστές ερωτήσεις.


άτιτλο


Σάββατο 25 Ιανουαρίου 2014

Έυφλεκτον

Δυο μικρές φλόγες με κοιτάνε ανυπόμονα
να με κάψουν θελουν για να δυναμώσουν
κι εγώ απλώς παίζω μαζί τους
όπως τότε που ήμουν πέντε χρονώ
άναβα σπίρτα κακό χούι το είχα
και τα πέταγα μέσα στη λεκάνη
Θεε μου τι τρόμο πήρε η μάνα μου
όταν με ανακάλυψε πού χανόμουν
τα μεσημέρια σαν απόρησε
και τι γλυκές σφαλιάρες έριχνε πάντα
με χέρι άβγαλτης δασκαλίτσας δημοτικού
απ' τη δουλειά με τα χρόνια οι παλάμες ζάρωσαν
και κάθε δεκαετία που περνούσε
οι φόβοι της γινήκαν έγνοιες
και οι έγνοιες εκζέματα
στις γέρικες πλέον παλάμες
μα εγώ το ίδιο βλέμμα έχω πάντα
μπροστά στη φωτιά
τη μελετώ, μαζί της παίζω, τη φουντώνω
ή τη σβήνω, με ένα πόθο φανερό
αθάνατος να γίνω
μήπως και ποτέ δεν κοιμηθώ ξανά
κάτω από δυνατή βροχή
δεν θέλω πατούσες μουλιασμένες
απ'το κρύο τη πλάτη μου να τρίζει
σαν ξύλινο και άχαρο θρανίο
μεγάλωσα και ψαχνω κάτι για να πιστέψω
να μεταδώσω λίγη απ' τη φλόγα μου
σε όποιον θέλει
να γεμίσει το κενό μέσα του,
λες και εμένα περίμεναν
όλοι αυτοί οι άνθρωποι,
καρικατούρες καταραμένων αντί ηρωών,
ξερνάνε σε κάθε ευκαιρία έξω από τη πόρτα μου
τη θλίψη τους και μετά σκουπίζοντας σχολαστικά
τις λάσπες τους στο χαλάκι,
εισέρχονται στο κόσμο μου να δουν πως είναι,
μα όλοι φεύγουν γιατί φοβούνται μην καούν.

Τρίτη 14 Ιανουαρίου 2014

προφήτες των δρόμων


Η ζωή ίσως να λασπώσει τόσο πολύ που πλέον θα κυνηγιούνται για να φάνε, να συνουσιαστούν και να αλληλοσκοτωθούν. Τίποτε άλλο... Με μια ψιχάλα θλίψης όμως, θα λιμνάζουν όλοι οι δρόμοι τους, άβατοι θα γίνουν και εκείνοι νικημένοι πια, θα παραμείνουν λίγο ακόμα, αποχαυνωμένοι στους δέκτες τους. 








1η Προσωπική Έκθεση Ζωγραφικής / Εικονογράφησης


Κυριακή 5 Ιανουαρίου 2014

Κάθε φορά που φεύγαμε

Είναι που ανοίγονται ξανά όλοι οι δρόμοι σαν μεγάλες ολισθηρές πλάτες γιγάντιων κροταλιών μονάχα ένα πιτσιρίκι γύρω στα οχτώ βρίσκει ένα αιωρούμενο ερωτηματικό στο σκοτεινό ουρανό καθώς διασχίζει την απόρριψη της πιο γλυκιάς αγκαλιάς, είναι που ξεδιπλώνονται πάλι όλοι τρομαγμένοι μέχρι πρότινος φόβοι, ανήκουστους εφιάλτες εξιστορούν στη στοιχειωμένη πόλη, με τα φανταχτερά τραπέζια και τους λαίμαργους αστούς, είναι που ντουβρουτζάς σε πιάνει καθώς το βλέπεις να χάνεται πάνω στις λιχνιζόμενες λεωφόρους, κάθε που πικρόχολα φιλιά σκορπάς, σαν μια σικάτη φλεγμονή που θέλει να μοιραστεί στους πάντες, για να λένε όλοι, την είχα και γω μερικές βραδιές, είναι που ανασηκώνονται ξανά τα αυτοκίνητα καθώς σχίζονται ξαφνικά όλοι οι πόνοι, οδηγούσαν ενίοτε σε μαυρισμένες καπνοδόχους και μόλυναν τα πνευμόνια του ντουνιά, μέρα νύχτα κάθε που ο ουρανός, που λες, έπαιρνε φωτιά, οι κροταλίες ξαπόσταιναν να δουν το θέαμα μιας και το πιτσιρίκι ήθελε να κατέβει, να περπατήσει σε λιβάδια ξανά, μα όλη η θλίψη συμπυκνώθηκε σε ένα μικρό νυστέρι και σχίστηκαν τα σύννεφα με μιας, και όλος ο κόσμος τώρα ξέρει πως πιο γρήγορα από όλους μας γερνάς.