Powered By Blogger

Translate

Κυριακή 30 Ιουνίου 2013

Αλήθεια

Αφού μπορείς να πετάξεις, γιατί σέρνεσαι;

α


Ασύμμετρη απολογία

….Ρώτησαν μ’ ένα στόμα μια φωνή, όλα τα μεσημέρια του Καλοκαιριού:
Μας νιώθεις πιο πολύ μέσα στη τσιμεντένια αγκαλιά,
ή απλώς βαριέσαι και κοιμάσαι πάλι μια σταλιά;
Μας θυμάσαι όταν βαδίζεις, με πέλματα γυμνά, σε αμμουδιών ανέμελο φευγιό,
ή μήπως εμάς καταριέσαι, μέσα σε σπίτια που στερούνται ηλεκτρικό;
Δε σ’ αρέσει το φως και η θέρμη που σου φέρνουμε από μακριά;
Μάλλον θα μας αγνοείς μέχρι το απόγευμα, για τα καλά…

Απλώς ρωτάμε, για να μάθουμε επιτέλους ποιος είσαι!

…Ρώτησαν με δροσερή φωνή, όλα τ’ απογεύματα μαζί:
Στο μπαλκόνι π’ αγναντεύεις το φως να οπισθοχωρεί,
μας μυρίζεις που μαγειρεύουμε μπριζόλες μ’ αντηλιακό,
ή απλώς έχεις παγώσει σε Χειμώνα αιματηρό;
Στα καταγάλανα νερά που πλατσουρίζεις, έχεις υπόψη σου πως η μοναξιά, είναι αδυσώπητο χτικιό,
ή μήπως με παρέα, εμάς βρίζεις, μέσα σε πόλεις που δεν έχουν χρόνο αρκετό;
Μάλλον θα μας αγνοείς μέχρι το βραδάκι, για τα καλά…


…Ρώτησαν με φωνή που σχεδόν παραπατά, όλες οι νύχτες του Καλοκαιριού μαζί:
Μας άκουσες σα σπίθισμα - σε μια τσαπατσούλικη φωτιά στη παραλία -
όπου άλλος τρομάζει ξαφνικά κι  άλλος, δίπλα του γελά;
Μας βλέπεις ποτέ, εμάς τα φώτα ασάφειας, που σ’ ακολουθούμε ως το πρωί,
ή μήπως η ματιά στο μέλλον, γίνηκε κι αυτή αδιάφορη, μικρή;
Άραγε θα χεις σαν γεράσεις, δίπλα σου κάποιον όλα αυτά για να τ’ απαντάς,
ή θα μετράς ανάσες σε μια πλαστικοποιημένη συλλογή;

Απλώς ρωτάμε, για να μάθουμε επιτέλους τι περιμένεις…

Μόνο τα πρωινά του Καλοκαιριού, αφουγκράζονταν αμίλητα, σοφά.
Στο τέλος χαμογέλασαν και είπαν στα απογεύματα, τα βράδια και τα μεσημεριανά:
Αφήστε τώρα να απαντήσει, τα ερωτήματα σας ήταν όλα φυσικά,
φτάνει όμως τώρα, είναι πλέον αρκετά…
Μα κανείς μην τον διακόψει, όταν απαντά η χάση, ο νόμος πρέπει να σιωπά.
Και τότε εκείνος, το βλέμμα του σηκώνει και αμέσως απαντά:

«Δεν έχω άλλη ελπίδα, μα υπάρχω ανάμεσα σας, ακόμη μια χαρά…»


Σάββατο 29 Ιουνίου 2013

Σκιάχτρο



Ένα σκιάχτρο, 
συνεχώς καυχιόταν, πως δημιουργήθηκε για να ξορκίζει. 
Μα, φίλοι του είχαν γίνει, όλοι οι υποτιθέμενοι οχτροί.

Τετάρτη 26 Ιουνίου 2013

Κωστας Βάρναλης (Πορτρέτο) - Ποιητής/λογοτέχνης

Πρόλογος «Στὸ φῶς ποὺ καίει»  

Νὰ σ᾿ ἀγναντεύω, θάλασσα, νὰ μὴ χορταίνω
ἀπ᾿ τὸ βουνὸ ψηλὰ
στρωτὴ καὶ καταγάλανη καὶ μέσα νὰ πλουταίνω
ἀπ᾿ τὰ μαλάματά σου τὰ πολλά.

Νά ῾ναι χινοπωριάτικον ἀπομεσήμερο, ὄντας
μετ᾿ ἄξαφνη νεροποντὴ
χυμάει μὲς ἀπ᾿ τὰ σύνεφα θαμπωτικὰ γελώντας
ἥλιος χωρὶς μαντύ.

Νὰ ταξιδεύουν στὸν ἀγέρα τὰ νησάκια, οἱ κάβοι,
τ᾿ ἀκρόγιαλα σὰ μεταξένιοι ἀχνοὶ
καὶ μὲ τοὺς γλάρους συνοδιὰ κάποτ᾿ ἕνα καράβι
ν᾿ ἀνοίγουν νὰ τὸ παίρνουν οἱ οὐρανοί.

Ξανανιωμένα ἀπ᾿ τὸ λουτρὸ νὰ ροβολᾶνε κάτου
τὴν κόκκινη πλαγιὰ χορευτικὰ
τὰ πεῦκα, τὰ χρυσόπευκα, κι᾿ ἀνθὸς τοῦ μαλαμάτου
νὰ στάζουν τὰ μαλλιά τους τὰ μυριστικά.

Κι᾿ ἀντάμα τους νὰ σέρνουνε στὸ φωτεινὸ χορό τους
ὡς μέσα στὸ νερὸ
τὰ ἐρημικὰ χιονόσπιτα-κι᾿ αὐτὰ μὲς στ᾿ ὄνειρό τους
νὰ τραγουδᾶνε, ἀξύπνητα καιρό.

Ἔτσι νὰ στέκω, θάλασσα, παντοτεινὲ ἔρωτά μου
μὲ μάτια νὰ σὲ χαίρομαι θολὰ
καὶ νά ῾ναι τὰ μελλούμενα στὴν ἅπλα σου μπροστά μου,
πίσω κι᾿ ἀλάργα βάσανα πολλά.

Ὡς νὰ μὲ πάρεις κάποτε, μαργιόλα σύ,
στοὺς κόρφους σου ἀψηλά τους ἀνθισμένους
καὶ νὰ μὲ πᾶς πολὺ μακρυὰ ἀπ᾿ τὴ μαύρη τούτη Κόλαση,
μακρυὰ πολὺ κι᾿ ἀπὸ τοὺς μαύρους κολασμένους ....



in progress













Δευτέρα 17 Ιουνίου 2013

Είναι γλυκιά και ίπταται (μεταξύ αστείου και σοβαρού)

Παίξανε, είπαν, έθαψαν,
μοιρολόγησαν
και σηκώθηκαν το πρωί να συνεχίσουν,
μα άφαντος ο νεκρός…

Η νιότη έτρεξε και χάθηκε.
Μέσα σε ένα πηγάδι κρύφτηκε όσο την αναζητούσε
φωνάζοντας την δυνατά, η απόλυτη ελευθερία
Η πιο γλυκιά φωνή είν’ αυτή της λευτεριάς

Με κάνει αόρατο στα μάτια του καιρού
Κι είναι ξεκάθαρες οι εικόνες του μυαλού
Είναι γλυκιά και ίπταται
Πάνω από τα δάση που κοιμόμουν

Ένα βράδυ που είχαν ανοίξει οι ουρανοί
Κι αντί βροχή, έριχνε συμπάθεια
Μια αλεπού μου ρούφηξε τα μάτια
Σηκώθηκα για να σε βρω

Κι όταν σε βρήκα δε σε είδα
Από τότε κάθε βράδυ ουρλιάζουν
Τα σπλάχνα τ’ ουρανού
Ευτυχώς που δε ξεχάστηκαν
  
Σα καΐκια,  ενός άγνωστου γιαλού
Μαζί μ’ επιβάτες που έπλευσαν
ανεμίζοντας οι καρδιές τους
αγνοώντας το νυστέρι

Κάποιου αλλόκοτου γιατρού.
Σε ένα χαμόγελο επέστρεψαν
μέσα στο πράο βλέμμα
του πιο δίκαιου καιρού

Είναι γλυκιά και ίπταται
Ουρλιάζει όταν πεινάει
Είναι παθιάρα κ’ ίπταται
Ποτέ της δε λυγάει…

Μα να χεις το νου σου φίλε μου
αστεία δεν λογάει
και άμα παίζεις ύπουλα

στο τέλος πάντα ορμάει.