Powered By Blogger

Translate

Πέμπτη 19 Ιουνίου 2014

Δίανθος

Ριζοβόλησες σε εύφορο έδαφος, είχαν φροντίσει να ανθοφορήσεις.

Σε μεγάλωσαν με το καλύτερο νερό, μα καθώς μεγάλωνες έβλεπες ξηρασία στον καιρό. Η ξηρασία όμως δεν έφτασε ποτέ, παρά μόνο δύο χέρια σε ξερίζωσαν και σε έβαλαν σε γλάστρα μαζί με δεκάδες άλλες, μέσα σε κρύο φορτηγό. Προορισμός και συνθήκες ευρωστίας, άγνωστες… Κι από τότε φορτωμένος με ενοχές που δεν πρόλαβες να αφήσεις τους σπόρους σου πίσω στη γη που μεγάλωσες,  ταξιδεύεις πάνω κάτω σε έναν τόπο μαγικό πλημυρισμένο από όξινο νερό, γιατί αντί για ξηρασία, ήρθε Χειμώνας ατέλειωτος.

Σκεφτόσουν όπως πάντα «Θα περάσει και αυτό» μα όλο κάτι καινούργιο ερχόταν. Σα μαγνήτης κείνη η γη τραβούσε καταιγίδες. Και ξέρεις καλά πως έφταιξες και εσύ, γιατί ο άνεμος έφερε του σπόρους σου μακριά σε άλλη γη.

Έναν τον πήγε στο βουνό και συναγωνίζεται τα αγκάθια και τα ζώα, μην τον φάνε όσο μεγαλώνει, άλλον κοντά στη θάλασσα, τον έκαψε αμέσως η αλμύρα και το χιόνι.

Και έναν άλλο, μέσα σε μια πόλη τον έφτασε, να προσπαθεί μπας και σπάσει το τσιμέντο, τα φύτρα του να βγουν να αγγίξουν μια γωνίτσα ήλιο.

Και νιώθεις υπέρμετρη αγάπη για εμάς, που χίλια κομμάτια ο καμβάς, μας έκαναν τα ατέλειωτα μπουρίνια, σαν τα σπλάχνα μας να πολεμούν από μακριά, μήπως και γίνουν ένα.

Σα σύννεφο αχνό χιλιάδες γκρίζοι  Σπίνοι, βαλαν φωτιά στα σύννεφα, σαν ομιχλώδης  κηροζίνη.

Ξέρεις τα κούρασε ο πολύπλευρος σου εαυτός, μα είναι η φύση σου να έχεις έναν μόνο στόχο, στις πιο απίστευτες γωνίες αυτού του κόσμου, να ευδοκιμείς κι άλλοτε να φεύγεις άδοξα μέσα σε μία μέρα και ξέρεις εκείνη νικούσε το κενό, αλλά ξεχάσατε κι οι δυο σας πως ένα αδυσώπητο χτικιό, σας ήθελε ξερούς, νεκρούς και άυλους κι όμως το μόνο που θα κατάφερε ήταν να σας κάνει πιο ανθεκτικούς  και αθάνατους
.
Ήταν απόγευμα βροχερό και είχε κρυφτεί η μέρα όταν την γνώρισες, ήταν γλυκιά και  εύθραυστη, τα φύλλα της φωτιά εξιλέωσης, τα άνθη της είχαν γεύση λύτρωσης, ενώ το σάλιο της σε πότισε για αιώνες .

Ταξίδεψες σε χώρες αμέτρητες για να τη βρεις, μα στο τέλος κατάλαβες πως στεκόταν περήφανα δίπλα σου τόσο καιρό και η αναπνιά της χάιδευε τα φύλλα σου, τα άνθη της είχαν γύρει πάνω στα δικά σου κι όλο φοβόταν μην τυφλωθείς, απ’ το ίδιο το χάρισμα σου.

Ήταν μέρες δεν φοβάσαι να αρνηθείς, που την πίκραιναν οι ρίζες σου, σκληρές και άκαμπτες, πονούσαν τις δικές της, μοιρολόγια ψέλλιζαν για μεγάλες λέει συμφορές, δεν δίστασες μέχρι και αντίο να της πεις.

Ήσουν σίγουρος πως δεν καταλάβαινε, πως έφευγες για να βρει χώρο να ριζώσει, μιας και θα ήταν άδικο το κορμί της να παγώσει.  Επειδή δεν της άφησες χώρο να απλωθεί, στο χώμα να στεριώσει.


Τώρα όμως έχεις υποσχεθεί, πως ότι και αν γίνει τον ίδιο ουρανό και εκείνη θα ανεβεί, προς το φως, τον ήλιο, τον αέρα, ότι να ρθει θα ρθεί και μαζί με το βλέμμα σας ψηλά θα αναφωνήσετε «Πατέρα, είμαστε πληγωμένοι και όμως τόσο δυνατοί! Νιώθουμε χορτάτοι κι ας είμαστε για χρόνια νηστικοί, πικρή μητέρα, ας είναι ο θάνατος τερματικός σταθμός, πρέπει να πάμε παραπέρα…»

Church of Whatever


Δευτέρα 16 Ιουνίου 2014

Chapter 10 - Ονειρου Συντεταγμένες (απόσπασμα)

Διασταυρώσεις δρόμων όπου παλιότερα κυριαρχούσε το κυκλοφοριακό άγχος είχαν μετατραπεί τώρα σε ξέγνοιαστα μα και θλιμμένα ξέφωτα, ενός δάσους που λες και περίμενε αιώνες να δημιουργηθεί και τέλος να κυριαρχήσει σε ένα έδαφος που πάντα του άνηκε. Πεζόδρομοι και οδικές γέφυρες έξι λωρίδων κυκλοφορίας, ήταν τώρα μαγευτικοί καταρράκτες και με την δύναμη τους είχαν παρασύρει μερικές αβοήθητες νταλίκες σιγώντας για πάντα την ενοχλητική τσιρίδα τους στον καθαρό αέρα της πόλης.
Τα σπίτια και οι πολυκατοικίες ήταν καταπράσινα, γιατί παντού είχε ξεχειλίσει η πυκνή βλάστηση και όλοι οι κάτοικοι ήταν χαρούμενοι καθώς άναβαν τις ψησταριές  στις καταπράσινες ταράτσες των σπιτιών τους. Μουσικές ακουγόντουσαν από κάθε γωνιά της πόλης και ήταν αξιοζήλευτη η χορευτική διάθεση και ο τρόπος που οι πεζοί έκαναν το απογευματινό περίπατο τους.
Για μερικούς, εκείνο το απόγευμα ήταν ένα απόγευμα Κυριακής, ξεκούρασης και συντροφικότητας, για άλλους ήταν απόγευμα Δευτέρας, όπου με μεράκι σιγά σιγά τέλειωναν τις δουλειές τους ανοίγοντας τα πατζούρια να μπουν μέσα οι ακτίνες του φωτεινού πλανήτη.
Για τις παρέες των νέων ήταν απόγευμα Παρασκευής και όλες οι παρέες ήταν μαζεμένες στις πλατείες και τα καταπράσινα πάρκα της πόλης. Τα πειράγματα και τα γέλια τους, ακουγόντουσαν παντού. Η μουσική από δεκάδες ακορντεονίστες που κατέβαιναν μια μεγάλη κατηφορική οδό, έβγαζαν στα μπαλκόνια και τους πιο ανόρεκτους και κακόκεφους κατοίκους, οι οποίοι μετά από αυτό, υπερέβαλαν εαυτό και άρχιζαν να χορεύουν δειλά δειλά στα μπαλκόνια, στις εισόδους των πολυκατοικιών αγκαλιά με το ταίρι τους, άλλος με τις δύο μικρές του κόρες και μια νοικοκυρά με τον ανάπηρο σύζυγο της που κοίταζε τώρα αμίλητος τα φλεγόμενα σύννεφα.