Powered By Blogger

Translate

Τρίτη 27 Νοεμβρίου 2012

Αδράστεια


                Αδράστεια



Έρχεται όπου να ναι, η νύχτα.
Θα την υποδεχτώ με λίγο αλκοόλ.
Μετά θα της βάλω φαγητό να φάει αναμνήσεις
Θα της χαϊδεύω τα μαλλιά όσο θα μου διηγείται,
όλα αυτά που είδε.
Θα προσέξω όμως να μην εμβαθύνω το μυαλό μου
στα λόγια της,
και το ποτήρι θα ξαναγεμίσω.
Την καλύτερη μου μουσική θα διαλέξω.
Και όταν γλυκά, η νύχτα ζαλιστεί
-          μιας και φαντάζει δίκαιο -
θα πάρω πίσω όλα μονομιάς,
όλα εκείνα που σαν πρωτάρης έχασα
ποντάροντας τα,
μες το πηχτό της το σκοτάδι.





Σάββατο 24 Νοεμβρίου 2012

Ξεθωριασμένες μέρες


Ξεθωριασμένες μέρες



Έσφιξε τα δόντια και πέταξε αγάπη,  στις ξεθωριασμένες μέρες.
Εκείνες, σαν πανικόβλητες πληγές, κατρακύλησαν σε απότομες πλαγιές.
Εκεί που φύτρωναν τα λάθη και  έβγαζαν συγχώρια γι’ ανθό,
μέσα από όνειρα χρωματιστά, ανάμεσα από καλόβουλες ξερολιθιές .

Πιο κάτω τις περίμενε η φωτιά.
Στις φλόγες της  καήκαν και καταπραΰνθηκαν.
Βλαστήμιες και χοροί, στο τελευταίο σκαλοπάτι
Και για κείνες, η κατηφόρα έμοιαζε πως ποτέ, δε θα’ βρει μονοπάτι.

Δεν πίστευαν, ότι τα ζούσαν όλα αυτά!
 «η κατρακύλα πότε θα τελειώσει;»
Μετάνιωναν, μα ήταν αργά,  που  άδικα,
έστω για λίγο, ανθρώπινες ζωές  είχαν στοιχειώσει.






Παρασκευή 23 Νοεμβρίου 2012

Γειτονιά


Γειτονιά

Μεθυσμένη από υπεροψία, τριγυρνά στα σοκάκια της παλιάς πόλης. Ουρλιάζει με παράπονο, πως δεν στάλθηκαν λέει πλάι της οι φόβοι, να εξαγριωθούν για χάρη της. Σέρνεται ημιλυπόθημη από το μένος, για τα χρόνια που την αρνήθηκαν. Ευλαβικά ήθελε να ακολουθούν τις βλέψεις της. Σαν μια μικρή, κακομαθημένη πριγκίπισσα , στραβά φορά το στέμμα της και δίνει διαταγές στις εποχές να αλλάξουν. Βγάζει όμως καπνούς από τα ρουθούνια της, στη θέα μιας οικογένειας, που περπατάει μέσα στο πρώιμο ξημέρωμα, να πάει στη δουλειά.

Την βλέπει και γελά από το απέναντι πεζοδρόμιο ο κλέφτης των κρυφών ονείρων. Αναρωτιέται αν πρέπει να την βοηθήσει να σηκωθεί. Μετά όμως σκέφτεται πως της είχε κλέψει παλιότερα, ένα τσουβάλι όνειρα, με την θρασύτατη του απληστία. Και διστάζει, την παρατάει σαν κουτάβι που ψάχνει τη μαμά της. Προτιμά να βρει τη νέα ονειροπαρμένη γενιά… «Έχει πολύ πράμα εκεί!», λέει τρίβοντας τα χλωμά, φλεβιασμένα του χέρια και  απομακρύνεται ύπουλα σαν ψύλλος.

Ένα στιγμιαίο και οργισμένο πάτημα θρυμματίζει τον κλέφτη των κρυφών ονείρων. Η βαριά πατημασιά κάνει την εμφάνιση της μέσα από ένα  σκοτεινό δρομάκι της γειτονιάς και τον συνθλίβει μονομιάς. Ένα χέρι σκουπίζει αργά τα αίματα από το παπούτσι. Το μαντηλάκι φυλάχτηκε προσεκτικά. Απ’ ότι φαίνεται θα χρειαστεί ξανά.

Το βαριεστημένο βλέμμα των διπλανών ενοίκων είναι μάρτυρας του συμβάντος, αλλά ταυτόχρονα πάρα πολύ αδιάφορο και άβουλο και η οποιαδήποτε εμπλοκή τους στο γεγονός, έχει απ’ την αρχή αποκλειστεί. Ένα τεράστιο κρεβάτι ήταν το σπιτικό τους. Σαν καλόβουλα πτηνά κακάριζαν σε κάθε κεραυνό. Είχαν μία μεγάλη σκεπή , πρόχειρα βαλμένη να μην μπαίνει ο ήλιος και η βροχή και από τις σχισμές της, παρακολουθούσαν τη ζωή να φεύγει.

Ο υπεύθυνος της αδιάφορης τους ζωής, τα έσφαξε ένα πρωί και τα έβρασε για να τα φάει. «Τα τάισα, τα πότισα, ήρθε επιτέλους η ώρα να τα φάμε! Θα φάμε αυτά εδώ, θα φάμε και τα άλλα, όλα θα τα φάμε!», έλεγε με μπουκωμένο στόμα στην παχουλή του σύζυγο. Σαν μικρά παμφάγα, λέρωναν τη μούρη τους και συνεχώς κοιτούσε ο ένας το πιάτο του άλλου.

Το βραδάκι με βρήκε να θέλω να φύγω από κει, μα είχα ξεχάσει πως ήμουν δέντρο. Την άλλη μέρα με έκοψαν εργάτες του δήμου. Ήταν οι ίδιοι που με φύτεψαν πριν από χρόνια σε ένα από τα παρτέρια της γειτονιάς.