Powered By Blogger

Translate

Τρίτη 18 Φεβρουαρίου 2014

Τέτοια ώρα, τέτοια ακόρντα

Μια στιγμή, ολάκερη ζωή
αν το 'ξερα απ' την αρχή
δε θα 'κλαιγα την ώρα που γεννιόμουν
Η υπομονή ανέχεται;
Η ανοχή υπομένεται;
Μη βάλω φωτιά κρατιόμουν
στο πλεκτό σκέπασμα που τυλίγομαι τα βράδια
γιατί συνθέτει στους κόμπους του μια αιώνια πληγή
Γιατί οι άνθρωποι λάθος να δασκαλεύονται;
Γιατί οι δάσκαλοι τους, την ανθρωπιά να καπηλεύονται;
Θρύψαλα, κρατιέμαι να μην κάνω τη βροχή
που πέφτει με μανία, στο τζάμι μου κάθε πρωί.
Μια στιγμή ολάκερη αιωνιότητα
του θανάτου είναι λέει παραγιός
δεν θυμάμαι πως τον λένε ακριβώς.
Η θλίψη επανέρχεται;
Φτιάχνουν τα δέντρα μουσική;
Κάθε βράδυ, που η ψυχή μου φλέγεται,
λέω τη ίδια πάντα προσευχη
και στα ουράνια αποστέλλεται
Άγνωστο όμως παραλήπτη αν θα βρει
Ήθελα να 'μαι κομήτης
που σαν σβήσουν οι φλόγες του,
ποτέ του δεν πικραίνεται...
Η άσφαλτος υπήρχε πάντα μέσα στις πόλεις;
σαν σκληρά και μονόχρωμα ποτάμια όλοι οι δρόμοι,
θε να ραγίζουν τη σιωπή
Να μην εκραγώ αντιστέκομαι
κάθε που με πλακώνει τούτης της πόλης η σιγή
Τα περιστέρια από που έρχονται;
και γιατί δεν τα νοιάζει τόσο η σιωπή;
Βρίσκω τον έρωτα σε κάθε της φιλί
και το στέρνο μου διαστέλλεται,
καθώς ριζώνει μέσα του, μια απρόσμενη γιορτή.
Δούλευα στα τρένα
και μετά σε κάτι υπόγεια μαγερειά
έπλυνα χιλιάδες πιάτα δωρεάν
είχα φίλους αρουραίους
και προστάτες κάνα δυο στοιχειά
Υπέμεινα κάτι φλύαρες σμέρνες
τη ζωή τους ήθελαν κάπου να διηγηθούν
βρέθηκαν σε μεταξωτές κορδέλες μπλεγμένες
όμως είχαν μόνο φύκια για να σκεπαστούν
τους έπνιξε εν τέλει ένα κύμα
απ' τη ζωή πολύ πιο δυνατό
Πόσα χρόνια έχασαν μπροστά σε μια οθόνη, σιωπηλοί;
Πόσες μνήμες κέρδισαν άραγε, αμίλητοι, βουβοί;
Κρατιέμαι όπως την ώρα που γεννήθηκα
στη μήτρα νιώθω να θέλω, πίσω, να χωθώ
Τι υπήρχε πριν απ' αυτό
Το απόλυτο κενό
Ακριβως το ίδιο, με του θανάτου το φευγιό
Τώρα όμως θα σωπάσω
γιατί δίνω νερό στον άγγελό μου
και έπειτα έχω να ταίσω με λεφτά τον δαίμονα μου
κάτι φόβους και ένα σαράκι μυστικό
Έμαθα που λες να μη μαθαίνω
κάλπικα διδάγματα και σκρόφες συμβουλές
που θέλουν να με κάνουν σε καβούκι στο τέλος, να κλειστώ
Αγκαλιά με μια γλυκιά συνοδοιπόρο, ευγενικά αρνιέμαι,
και συνεχίζω να υπομένω, να αντιδράω , να ρωτώ...

Πέμπτη 6 Φεβρουαρίου 2014

Ένα βροχερό ερώτημα

Π
οιός είμαι άραγε; Τι θέλω να κάνω πριν φύγω…; Με τι μοιάζω; Είχα υπάρξει πριν από μένα; Αναρωτιέμαι καθώς κατεβαίνω τα μισοφωτισμένα στενάκια που οδηγούν στις μεγάλες κεντρικές λεωφόρους της πόλης αφού πρώτα τινάξω τη βροχή από πάνω μου, ίσως επειδή μυρίστηκα, ετούτο το βροχερό απόγευμα, τη μυρωδιά ζεστού ψωμιού που πουλάει εκείνη η καλόβουλη μεροκαματιάρα φουρνάρισσα. Είχε βλέμμα θαλπωρής, με λεχώνα έμοιαζε ή απλώς σαν άλλη μια μετανάστρια που ευγνωμονεί για τα λίγα λεπτά που άφησα να πέσουν στο ξύλινο πάγκο της. Αντίτιμο της φρατζόλας που αγόρασα. 
Για λίγα δεύτερα στα μάτια της καθρεπτίστηκε ένα όνειρο κρυφό και ποθητό όσο τίποτα άλλο, πολύτιμο μιας και είχε γίνει για κείνην πραγματικότητα. Κατόπιν, έκλεισα τη πόρτα φεύγοντας και συνέχισα μέσα στο σκοτάδι, δρασκελώντας από πλακάκι σε πλακάκι, αποφεύγοντας τις λίμνες βρόχινου νερού, καθώς αναρωτιόμουν αν όλοι αυτοί που με κοιτούσαν σαν ακροβάτη δεξιοτέχνη, να προχωρώ, βρεγμένος και ελαφρά χαμογελαστός, αναρωτιόντουσαν το ίδιο πράγμα με εμένα; Ή απλώς σκεφτόντουσαν τη ζεστή αγκαλιά των μηρών του κοριτσιού τους; Μια αγκαλιά που θα τους περιμένει σαν βγάλουν οι ίδιοι τα βρεγμένα ρούχα, ενώ στο βάθος του σαλονιού τους, μια διακλαδική υστερία θα ξεχειλώνει την οθόνη, πηχτή και άνοστη σαν ξαναζεσταμένη σούπα…
Αυτή η φωνή… Κρατάει τους κατοίκους της πόλης σιωπηλούς στα μακρόστενα τσαρδιά τους, σαν να μην έχουν τίποτα να συζητήσουν αναμεταξύ τους, γιατί όπως και να το κάνουμε δεν γίνεται να πεις «όλα βαίνουν καλώς!» όπως έλεγε ένας δάσκαλος μας στο δημοτικό, «όχι ρε καρικατούρα νεκροθάφτη, δεν βαίνουν!!!» φώναξε μια μέρα ένας μαθητής από το βάθος της αίθουσας στο «δάσκαλο» και ίσως να μη ήμουν εγώ, μα ούτε και εσύ, ίσως να ήμασταν όλοι μαζί και δεν ήμασταν πια σιωπηλοί, σε κάθε γδούπο της σιδερένιας βίτσας στα χέρια μας, ή της κρύας σφαλιάρας του «κυρίου» Γιώργου που «κούτσουρα» μας ανέβαζε «κούτσουρα» μας κατέβαζε.
          Κάτι θα έπρεπε να κάνουν όλοι αυτοί οι άνθρωποι που ζουν στις πόλεις, οι άνθρωποι που συνήθισαν να κλαίνε ή να κλαίγονται, να συμβιβάζονται με τον πόνο ουσιαστικά, αντί να τον διώχνουν με παλούκια και φωτιά, ως άλλοι λυσσασμένοι εργάτες - ενδεχομένως πεινασμένοι περασμένου αιώνα, άνθρωποι ανθρώπινοι, που πολεμάνε για τα αυτονόητα – παρά μόνο συγκρίνουν τις ζωές τους όλοι μαζί και όλοι χώρια, καταπιασμένοι από το χειρότερο παράδειγμα κάθε φορά. Δεν έχουν σιχαθεί όλοι αυτοί οι άνθρωποι, όλοι μαζί και όλοι χώρια, που κατακλύζουν τους δρόμους αμίλητοι και βιαστικοί, να πληρώνουν σωρούς από χαρτιά, γεμάτα σφραγίδες, σάλια και μελάνι, τα ακριβότερα χαρτιά στον πλανήτη;
        Με ποιμένες μοιάζουν που μασουλάνε καλώδια αντί για τροφή,  ευγνωμονώντας που δεν έφτασε ακόμα η ώρα να τους σφάξουν. Προς το παρόν, τους ρουφάνε το νωτιαίο μυελό με σταθερό τέμπο, κάτι θεόρατα πλάσματα σε κάθε ευκαιρία.
Μου θύμισαν βαμπίρ όταν είδα εκείνο το βροχερό απόγευμα δύο από δαύτα να ξεγλιστρούν σαν σκιές από μία γωνιά, ψηλά και αδύνατα στη στυλωσιά, μόνο μια πρησμένη κοιλιά, ξέμπαρκη σαν εικόνα, τα έκανε να γέρνουν προς τα μπρος , να καμπουρίζουν ελαφρά.
          Είχαν για δόντια δυο ατσάλινα ψαλίδια, λεπίδες αιχμηρές μάγκα μου, που περίσσευαν από το στόμα και τα μάτια τους βουλωμένα, γουρλωτά, είχαν φωλιάσει στο ίδιο τους το κρανίο, άτριχο εκείνο και στρογγυλό, σαν κούφιο κολοκύθι. Ένας νευρώνας ίσως μόνο να δουλεύει, εκείνος της απληστίας, τυλιγμένα με τις μακριές μαύρες καμπαρντίνες τους, συνωμοτούν για το τι θα αρπάξουν την εκάστοτε φορά και «όταν πρώτα ο Θεός» έρθει η ώρα πάλι, για βιτρίνα, λούσα και γιακά, τα καλά τους πρόκειται να βάλουν… Θα στηθούν καθωσπρέπει, σαν αλλοτινοί ευγενείς της υπεραφθονίας εκπρόσωποι, θα λιβανίσουν για λίγο με ελπίδες τους κατοίκους, μα μόνο τα δέσποτα και ένα τσίρκο ψύλλων, πλέον γνωρίζουν  όλη την αλήθεια, πως όσο υπάρχουν τρόποι αποχαύνωσης ετούτης της γενιάς, που θα έπρεπε να είναι το σπίρτο στο πάτο του πηγαδιού, όσο οι γονέοι τους μέσα σε φωλιές παραμένουν σιωπηλοί άβουλοι και μαλθακοί, γκρινιάρηδες ωστόσο, στα λόγια θράσος ολόγιομη δεξαμενή, στις πράξεις κάνουν το τρελό και αδιάφορο δεσπότη, τόσο τα θεόρατα πλάσματα με τα λιανά πόδια , τα δόντια τη κοιλιά, θα ατενίζουν με χλεύη…
      Θα κρύβουν τον ήλιο με τα γλοιώδη χαμόγελα υποκρισίας τους, θα υποτάσσουν ατέρμονα ψυχές και συνειδήσεις γιατί πάντα θα υπάρχουν τρόποι, άλλο τόσο όμως, θα υπάρχουν κάποιοι που θα δημιουργούν , θα καλλιεργούν, θα ζυμώνουν, θα προσδιορίζουν  το κενό, με λέξεις, μαγιά, χρώμα , χώμα, νότες και φιλιά.
Γιατί η ζωή δεν χάθηκε ακόμα, πάντα θα υπάρχουν αυτοί που αντιστέκονται , θα ξεκλειδώνουν πόρτες, θα ανοίγουν παράθυρα σε μαντρότοιχους θα γκρεμίζουν ετοιμόρροπες οπτασίες, θα καίνε στη πυρά της ελευθερίας τα φαντάσματα του παρελθόντος, τους εχθρούς του δίκαιου, του ηθικού. Θα λένε πάντα αλήθειες καλώντας δίπλα τους τα αιώνια παιδιά. Και ετούτο από μόνο του, θα συμβαίνει κάνοντας μέσα σου τις σωστές ερωτήσεις.


άτιτλο