Powered By Blogger

Translate

Πέμπτη 21 Νοεμβρίου 2013

Ink on





Θα ξανάρθει

Ήταν πολύ νωρίς να μιλάει κανείς για χιόνια. Ήταν αρκετά νωρίς, να μιλάει κανείς για δρόμους που ραγίζουν στην ιδέα, να σε ρίξουν κάτω.  Ήταν πλέον πολύ αργά, να μιλάει κανείς για βόλτες μες το καταμεσήμερο, χωρίς μπλούζα και σκοπό. Όλοι ήταν λοιπόν, αφόρητα αμίλητοι, μέσα  στο λεωφορείο που επιβιβάστηκα. Σκεπτικοί, και απασχολημένοι με τις μικροσκοπικές συσκευές αντιμοναξιάς τους. Στο σταθμό  σπάνια χαμογελούσα πριν να φύγω. Τώρα όμως με αποχαιρετούσαν δυο σκυλιά με τις ουρές τους. Ίσως να έκαναν χαρές στη κοπέλα που έβγαλε κάτι από τη ξεθωριασμένη τσάντα της και τα τάισε. Κοιτούσα σα φάντασμα από το τζάμι, ενώ γύρω από το κεφάλι μου, είχαν τυλιχθεί κοράλλια, κοχύλια, άδεια μπουκάλια και μερικά αγχωμένα φιλιά. Τα εξόντωσε για λίγο, μια στριμμένη οσμή που χόρευε αγκαλιά στο διάδρομο, με μια τσαπατσούλικη μελωδία.
 «Μα καλά δε θα πει κανείς κάτι;»
Αναρωτήθηκα, κάνοντας να βγάλω  το πακέτο τα τσιγάρα, από τη τσέπη μου. Ξεκόλλα πλέον… Τώρα φεύγουμε…
Ανασηκώθηκα άβολα, από νωρίς πιασμένος, στο πιο άβολο κάθισμα και θαύμασα για άλλη μια φορά το δρόμο. Τον διέσχιζα πάνω από μια δεκαετία, τρεις τέσσερις φορές το χρόνο. Είχε μάθει κι αυτός πλέον και τη παραμικρή ρυτίδα στο πρόσωπο μου. Αποβιβάστηκα στο λιμάνι και το καράβι, το έγδερνε όλη νύχτα η αλμύρα και ο νοτιάς. Γι αυτό κατασκευάστηκε εξάλλου.  Αϋπνία, πρόχειρο γεύμα, καφεΐνη γαλόνια και  συνταξιδιώτες από κάθε γωνιά του γαλαξία. Τα air condition στη διαπασών, σαν να ήταν συνδεδεμένα, μόνιμα, με τον ομφάλιο λώρο της ανταρκτικής. Κουλουριάστηκα σαν έμβρυο που αδημονούσε να περάσει η βραδιά της γέννας με επιτυχία και για τους δυο τους. Τυλίχτηκα τις αναμνήσεις ενός καλοκαιριού, που μου τις χρώσταγαν τρεις τέσσερις χειμώνες. Με ξυπνούσε το κλάμα ενός παιδιού. Και μετά πάλι καθησυχαζόταν μόνο του. Έβαλα τη ζακέτα μου και βγήκα στο κατάστρωμα. Η θάλασσα σκοτεινή και απότομη δεν μου δώσε καμία σημασία. Ο ουρανός είχε ένα ράγισμα σε μια γωνιά του και ξεπηδούσε επιβλητικά ο κοντινότερος πλανήτης. Ένα μαντολίνο άρχισε να παίζει τραγούδια κάποιων αλλοτινών καιρών και ένιωσα να μπαίνω πάλι στα νερά μου.
Το πρωί έφτασα αλλού. Το μεσημέρι πήγα παραπέρα. Κι όταν κατέβηκα στον προορισμό μου, εκτίμησα ξανά, τη γλυκιά μονοτονία, της αυτονομίας μου. Αληθινή και ξάστερη, με γαλιφιές και γλυκόλογα, στο δρόμο να αναζητώ, πάντα με παρότρυνε να βγαίνω. Κι όσο αναζητούσα εαυτό, πάντα τραγούδια θυμάμαι να σφυρίζω. Στίχους, που αναδύθηκαν μέσα από ένα ανεξερεύνητο υποθαλάσσιο φαράγγι, στα βάθη της κορυφής, του Βόρειου Ημισφαιρίου. Στίχους που εξυμνούσαν το βλέμμα μιας ημίθεας, που δεν έβλεπε την ώρα να ξεχαστεί. Δε θυμάμαι πως την λέγαν.
Στίχους για τον ουρανό, που αποστάσεις πήρε και δεν μας δείχνει ξεκάθαρα τις διαθέσεις του. Για μια πόλη που χτίστηκε στην άκρη του γκρεμού και που τα τείχη της, μπισκότα ληγμένα μοιάζουν, λιχουδιά για όσους για πάντα ξεχαστήκαν. Τραγούδια έλεγα δυνατά, όσο σκαρφάλωνα το λόφο -  δε με ήξερε κανένας - για τα αδέσποτα που όλη μέρα εξερευνούν και σουλατσάρουν.  

Έφτασα στο λόφο πάνω, άρχισε όμως να πέφτει η πρώτη βροχή και η μυρωδιά στον αέρα, μου θύμισε πως είναι να αγαπάς, από μακριά. Τώρα βρήκα τους φίλους μου και όλοι μαζί κατεβήκαμε το λόφο. Ανάψαμε φωτιά παχιά, για να ζεσταθούν οι πόθοι και τα όνειρα μας. Ο ήλιος δεν βγήκε τη πρώτη μέρα. Από τότε,  περιμέναμε μπροστά στο τζάμι με μισή καρδιά, μήπως  και ‘ρθουν φέτος, τουλάχιστον τα χιόνια.

Δευτέρα 7 Οκτωβρίου 2013

Ο φόβος του Δαίδαλου

Είμαι το άστεγο πιτσιρίκι που στα μάτια σε κοιτά,
ο ξυπόλυτος λυγμός του αδικημένου, το χαμόγελο του ακίνδυνου τρελλού,
το κλάμα του αιμόφυρτου αθώου, η πλήξη του άνεργου,
ο εφιάλτης του εφοπλιστή,
η πρώτη μπουκιά ζεστου ψωμιού του άπορου,
το γράμμα του αυτόχειρα, ο αιχμηρός κυνόδοντας του αδέσποτου που κλωτσάς,
η κραυγή της μητέρας που θάβει το παιδί της,
το μισοτελειωμένο στυλό του μαθητή, που δεν φύλαξαν λίγο μέλλον και για κείνον,
η  νηνεμία στη πόλη  πριν το συνθημα ραγίσει τη σιωπή,
η μελωδία των μουσικών του δρόμου,
η πρωινή βροχή πάνω σε σκονισμένο λεωφορείο,
η φλεγόμενη ματιά των αθανάτων,
που τους πρόδωσε ανύποπτους, ύπουλος φίλος μα εχθρός,
ο ορυμαγδός της θείας δίκης,
η πεμπτουσία της ζωής, μια τσίχλα κολλημένη σε πανάκριβο παπούτσι,
η υπομονή για δικαιοσύνη του βιασμένου θύματος,
το κακαριστό γέλιο ενός νεογέννητου μωρού,
το πείσμα του ετοιμοθάνατου που τον κρατάει στη ζωή,
ο πρωινός ηλιόλουστος μονόδρομος,
ο αγέρας που φέρνει μαζί του μουσική,
η θλίψη που νικήθηκε για πάντα και φόρεσε και εκείνη γιορτινά,
ο λύκος που κατέβηκε στη πόλη και όλα του ξενίζουν,
ο μετανάστης που ελπίζει στο ακατόρθωτο,
το όνειρο του ξενιτεμένου σου παιδιού,
ο ήχος από το σφίξιμο των δοντιών του χειρουργημένου,
η κρύα νύχτα του Δεκέμβρη,
ο λόφος άβατο σιωπών πάνω από τη πόλη,
ο χορός των μεθυσμένων εραστών,
είμαι η απόρριψη γονέα φοβιτσιάρη,
η επίπληξη της αδερφής που δεν σε θέλει για αδερφό,
η απομόνωση πριν από το πάρτι,
το τραγούδι που βάζεις δυνατά όταν ξυπνάς,
η λαική μνήμη στο πέρασμα  αιώνων,
τα φαγωμένα σου από το χρόνο γκρι καπέλα,
το χιόνι που έπαιρνε εύκολα φωτιά,
ο ναυαγός που βρέθηκε σε έρημο με κάκτους,
αντί να γυαλίζει τη καινούργια του προπέλα,
ο φαντάρος που τις μέρες του μετρά ,
ο μαθητής του τελευταίου θρανίου που χαμογελά,
ο φοιτητής που εργάζεται και όλα τα μαθήματα περνά,
η νιότη των αιώνιων παιδιών,
το τσιγάρο στα χείλη του εργάτη,
η καταιγίδα που κάνει το χώμα να μυρίζει λευτεριά,
το κύμα που ανατρέπει τα άβουλα βράχια, που με τη σιωπή τους,
γλίτσα πάνω τους φιλοξένησαν για χρόνια,
ο σπασμένος σου χαρταετός που δεν πέταξε ποτέ,
η μάνα που γεννάει έξω από το μαιευτήριο γιατί δεν είχε τα λεφτά,
το μέλι που έφτιαξε ο νέος αγρότης,
η φλεγόμενη γωνία μες τη μέση της πλατείας,
το βλέμμα που πήρες στο χαστούκι του δασκάλου στη δευτέρα δημοτικού,
το χαρτί της απόλυσης σου από το στρατό,
ο ερωτευμένος έφηβος που όλο μόνος τραγούδι ξεκινά,
το ακατάστατο σου δωμάτιο, που μόνο αυτό σ' ακούει όταν κλαις,
οι μαθητές που διαβάζουν για τη γνώση,
είμαι εκείνος που αφουγκράζεται την αλήθεια,
ο ταξιδιώτης με λεφτά οριακά,
ο βυθός τις μέρες του χειμώνα,
είμαι το επόμενο παιδί που θα καταπιεί ο πατέρας μου ο Κρόνος,
είμαι η υπομονή της Πηνελόπης,
είμαι το αγαπημένο σου καρτούν, η αγκαλιά του αγαπημένου σου ανθρώπου,
το κάλεσμα των καιρών,
το στόμα που δεν εκλεισε ποτέ του, όσο και αν του στοίχισε αυτό,
ο εχθρός της υποκρισίας και του μίσους,
το αναμένο σπίρτο στον πάτο του πηγαδιού,
οι νότες των περιφερόμενων τσιγγάνων,
ο άφραγκος καλλιτέχνης που πεθαίνει ππενταμόναχος σε μία τρώγλη,
η ντροπή εκείνου που τρώει από τα σκουπίδια,
ο άσημος συγγραφέας που δεν διάβασες ποτέ,
τα αγαπημένα ποδήλατα των παιδιών της γειτονιάς σου,
το πιο άγνωστο και δύσβατο βουνό,
η λευτεριά που έπρεπε να είναι όλη δικιά σου,
το κρύο και κρυστάλλινο νερό,
που μέσα από τη γη πετιέται
και το κορμί σου ξυπνάει για τα καλά
η ζωή που είναι μία και μοναδική,
το φως που μπαίνει ακάλεστο μέσα από τις γρίλιες,
η ρακή που πίνεις μόλις αρχίζει η γιορτή,
είμαι εδώ για να σου υπενθυμίζω πως η αγάπη είναι το κλειδί
και η αλήθεια αξία ακριβή...
Είμαι η απερισκεψία του Ίκαρου,
είμαι ο φόβος του Δαίδαλου,
δεν είμαι τίποτα τελικά,
αλλά είμαι συνεχώς κάπου εδώ, κοίτα επιτέλους γύρω σου.






Κυριακή 22 Σεπτεμβρίου 2013

Τα αδέρφια μου

Φλόγες τα βλέφαρα ψηλές
παγωμένες τα δάκρυα ριπές
Στα χέρια πνιγμένες οχιές σιωπές και ενοχές
στο λαιμό αστέρια και αμυχές
κρύβω με μαντήλι πένθους το μισό μου πρόσωπο
μη μπω στο πειρασμό και τους μιλήσω
για τα έξι αδέρφια μου που φόνευσαν - ένα βράδυ που έστειλαν τα λυσασμένα τους γουρούνια -
όλα ήταν ανήλικα και εργατικά,
χαμογελούσαν το πρωί, όταν κινούσα να πάω στη δουλειά.
Και η μάνα αμίλητη με χέρια ακουμπισμένα στα πλευρά,
μου φόραγε στοργικά πριν φύγω ενα ζευγάρι διαπλεκόμενα φτερά
ήμουν κάποιος που τον αποκαλούσαν έκπτωτο και άλλα τέτοια παλαβά
όμως δε ξέραν πως η αλήθεια ήταν αντίστροφη
και ότι από τη κόλαση στον ουρανό είχα βρεθεί ξανά.

Κυριακή 8 Σεπτεμβρίου 2013

Χάδι Φαλτσέτα

Θεοί ντυμένοι αθλητές
Δαίμονες με αστραφτερές στολές
Μάτια ματωμένα
Κάγκελα πλεγμένα
Τείχη γύρω από τον ουρανό
Είχαν το πιο άθλιο σκοπό
για να λατρεύουν
Εξαθλίωναν για να γιατρεύουν
Μαύρη μπαντάνα
Φοράω στο λαιμό
Να μη φανούν οι αμυχές
Στου χρόνου το κενό
Λαμποκοπούν τα μάτια σου
τη στιγμή της απόλυτης άρνησης
τη στιγμή που μπορείς να καυχηθείς
πως η αλήθεια και η λευτεριά
είναι δίδυμοι αστερισμοί
Που χάραξες με τη φαλτσέτα σου
στο πιο ανύποπτο κορμί.



sketching up my book


Σάββατο 7 Σεπτεμβρίου 2013

Ένα Κίτρινο Φορτηγό

Μια μέρα έκανα ωτο - στοπ και σταμάτησε ένα αυτοκίνητο παλιό, μοντέλο του 83', με ξεφτισμένο ασημί χρώμα και σκούρα άκαμπτα καθίσματα. Οδηγούσε ένας τύπος φαλακρός και δίπλα του καθόταν μια αλυσοδεμένη δεσποινίδα, που έκλαιγε και μούγκριζε ασταμάτητα. Δίπλα μου καθόταν άλλος ένας φόβος μου, το ψέμα. Είχε μεταβαλλόμενη μορφή, σα ρευστό ανθρωποειδές, που όλο ασυνάρτητα τραγούδια έσκουζε υστερικά, για να περάσει λέει το ταξίδι ευχάριστα. Κι όλο έλεγε πως η αγάπη μια μέρα θα τελειώσει, πως οι καλοί λέει πεθαίνουν πάντα άδοξα και πως μία τζούρα δρόμος έμεινε για να μάθω αν όλα αυτά ισχύουν.
 "Που μπήκα ρε πούστη μου;"
Πήγα να πάθω κρίση πανικού, ειδικά όταν κατάλαβα πως ο οδηγός ήταν το απόλυτο κακό και η γυναίκα δίπλα του, η μόνη μου αγάπη. 

Τώρα προτίμησα να πω ένα δυνατό και γιομάτο αυτοπεποίθηση "ΕΥΧΑΡΙΣΤΩ!", με αναγουλιασμένο στομάχι και έτοιμο να αδειάσει φουσκωμένο λαιμό. 
Είπα "... αλλά εδώ θα κατεβώ!!!". 

Χωρίς όμως κανεις τους να αλλάξει στάση, ύφος και σκοπό, σαν να μου έλεγαν "είσαι παγιδευμένος πλέον εδώ..." , με ανάγκασαν αυτόματα να ανοίξω τη πόρτα και να πεταχτώ με τρόμο έξω στο κενό... Προσγειώθηκα στην αγκαλιά του τελευταίου τινάγματος , πριν τρακάρω οδηγώντας με το αυτοκίνητο μου ένα  κίτρινο παρατημένο φορτηγό...




Πέμπτη 29 Αυγούστου 2013

Άσπαστη



Παρεξηγημένος
από την ιδια τη ζωή θα έλεγε κανείς,
δεν είναι λίγα όσα του χρέωσε,
τον είχε περάσει, λένε, για κάποιον άλλο.

Τώρα όλα του τα επέστρεψε...
Ήλπίζε να μη του τη πάρει πίσω και εκείνη,
παρεξηγώντας τον - καθώς αυτός δρομολόγια μαζί της φανταζόταν-
πως είναι ριμαγμένος.

Πως δεν του άξιζε μια αγκαλιά ανθρώπινη,
μονάχα ο νοτιάς την άμμο να χτυπά στο κούτελό του,
σαν ενας αλλοτινός ναυτικός
μιας φρεγάτας νεκρών εαυτών.

Το παιδί το απασχόλησαν με τόνους πλαστικά παιχνίδια
τα μάτια του αραίωσαν
μπροστά σε ενα γυαλί θαμπό να δείχνει τρέλες
και σαν ωρίμασε,
λένε πως έψαχνε για αγέννητες προπέλες.

Τον έφηβο τον βάλαν να μάθει όλα τα λιμάνια απ' όξω.
Και μετα με ένα φιλί, τον πέταξαν στη θάλασσα.

Το φαντάρο τον έστειλαν σε καμπίνα λευκή
να μη θυμάται λέει που πηγαίνει
ούτε ποιός ήταν τελικά
μόνο τις μνήμες του ραντίζαν με κονιάκ
κάτι μυστήριοι αγγέλοι...

Μα η φρεγάτα που έφυγε είχε μόνο
ενα βαρύ φορτίο για πλήρωμα
τους εαυτούς του, που αφησε
να βολοδέρνουν στο κατάστρωμα

Και το τίμονι κραταγε σφιχτά
με τον κυνόδοντα απ' όξω
είχε οδηγό τα μάτια της
για χάρτη τα σημαδια του προσώπου του.

Να ξέρει που είναι οι ξέρες και οι ναυαγοί
οι θησαυροί και τα νησιά του ανέμου
Οι λυσσασμένοι πειρατές
και η τσιγγάνα που τον φώναζε "γιέ μου"

Στη πλώρη ήταν η μούσα του
και στη πρύμνη φτάναν τα μαλλιά της
το προορισμό του έψαχνε αμίλητος
να βρει στο σκοτεινό βυθό
της έναστρης καρδιάς της.

Σάββατο 27 Ιουλίου 2013

Μια πέτρα που ήταν λέει ιερή

Την ίδια ώρα που οι μεγαλουπόλεις θρηνούν τη χαμένη τους αξιοπρέπεια
και χαρχαλεύουν στους κάδους κοιτώντας που και που στα κλεφτά μη τις πάρει κάνα μάτι,
για φαγητό, δωρεάν νερό και όνειρα, έννοιες θαμένες μέχρι πρότινος
κάτω από τόνους μπετό που ξέβρασε μια χρυσή τσέπη,
η επαρχία των νοτίων άκρων, σφίζει από χλειδή, φώτα λαίμαργα,
που ανακατεύουν μερικές φορές ακόμα και το πιο ανεκτικό στομάχι,
κάλπικη και προσωρινή ευτυχία μέσα σε εκθαμβωτικούς και πλουσιοπάροχους γάμους
σείεται από φωνές κακομαθημένων νηπίων,
αδιάφορων εφηβων εθισμένων στην καφείνη και το νοθευμένο αλκόολ,
συνταξιούχων που διαμαρτύρονται μονάχα σε περιπτώσεις όπως όταν για παράδειγμα,
το τρίτο τους πάρκινγκ δεν βολεύει στο ξεπαρκάρισμα,
μια κωμόπολη που μοιάζει σαν χρυσό κουφέτο με γέμιση φυτοφαρμάκου,
θλίψης και ανίας, να την στροβιλίζει με τη πρώτη ευκαιρία ο αδίστακτος αγέρας,
πάνω από μια έφορη γη, κάτω από ήλιο μόνιμο επιστάτη,
μέσα σε διψασμένους ελαιώνες και μερικούς διάσπαρτους αμμουδένιους γολγοθάδες,
αγναντεύουν χορτάτοι οι κάτοικοι την αχαριστία που ξετυλίγεται σαν νάυλον
υμένας που υφαίνει η κοιλιά τους, αφήνοντας ελεύθερες τις γλώσσες να σέρνονται χιλιόμετρα αναζητώντας την επόμενη ραχοκοκαλιά κάποιου θύματος τους,
να τσακίσουν και έπειτα όλοι μαζί κατά τις 11:30 το βραδάκι,
κάθε βράδυ καρμπόν,
ετούτου του δίκαιου καλοκαιριού,
να μαντρωθούν όλοι μαζί ταυτόχρονα και οικειοθελώς,
στα πρόστυχα τσαρδιά τους,
ανάμεσα από οθόνες ψεύτικων ειδώλων και εκφυλισμένων γραβατοφόρων,
που 'χουν κύστες πύον, αντί για καρδιά,
να ξαπλώσουν ύστερα ήσυχοι κάνοντας όνειρα για την επόμενη αγορά τους
στη πλατεία το πρωί,
συγκρίνοντας στους ώμους τους, τα νεογέννητα μωρά τους,
σαν τρόπαια να τα επιδεικνύουν χαμογελαστοί
λες και όλοι μάθαν ξαφνικά πως μόνο εκεί είναι η ευτυχία
και όλοι τρέξαν ξελιγωμένοι να προλάβουν να κάνουν ότι κάναν και οι γείτονες,
μη τους πουν πως μείναν πίσω,
λες και δε ξέρουν πως απόψε τα μεσάνυχτα που μόνος τριγυρνώ,
μέσα σε μια κωμόπολη ανώμαλη και ψεύτρα,
με μια αλήθεια μόνο για να λέω και τη λευτεριά μοναδική μούσα μέσα στο κεφάλι,
πως μείνανε όλοι τους αιώνιοι δεσμώτες,
έρμαια πλάσματα των ίδιων των παθών τους,
των λάγνων υλικών αγαθών τους,
πως δεν υπήρξανε ποτέ
και πως ακόμα και οι κηδείες των κακόγουστων ζωών τους,
είναι καλοστημένα θέατρα, για το θεαθήναι κατασκευασμένα,
άνθρωποι οι πιο πολλοί , στεγνοί, μικροί και απατεώνες,
που ήρθαν σε τούτη την Εδέμ για μια στιγμή και θαρρούν πως θα μείνουν για αιώνες...

Κυριακή 30 Ιουνίου 2013

Αλήθεια

Αφού μπορείς να πετάξεις, γιατί σέρνεσαι;

α


Ασύμμετρη απολογία

….Ρώτησαν μ’ ένα στόμα μια φωνή, όλα τα μεσημέρια του Καλοκαιριού:
Μας νιώθεις πιο πολύ μέσα στη τσιμεντένια αγκαλιά,
ή απλώς βαριέσαι και κοιμάσαι πάλι μια σταλιά;
Μας θυμάσαι όταν βαδίζεις, με πέλματα γυμνά, σε αμμουδιών ανέμελο φευγιό,
ή μήπως εμάς καταριέσαι, μέσα σε σπίτια που στερούνται ηλεκτρικό;
Δε σ’ αρέσει το φως και η θέρμη που σου φέρνουμε από μακριά;
Μάλλον θα μας αγνοείς μέχρι το απόγευμα, για τα καλά…

Απλώς ρωτάμε, για να μάθουμε επιτέλους ποιος είσαι!

…Ρώτησαν με δροσερή φωνή, όλα τ’ απογεύματα μαζί:
Στο μπαλκόνι π’ αγναντεύεις το φως να οπισθοχωρεί,
μας μυρίζεις που μαγειρεύουμε μπριζόλες μ’ αντηλιακό,
ή απλώς έχεις παγώσει σε Χειμώνα αιματηρό;
Στα καταγάλανα νερά που πλατσουρίζεις, έχεις υπόψη σου πως η μοναξιά, είναι αδυσώπητο χτικιό,
ή μήπως με παρέα, εμάς βρίζεις, μέσα σε πόλεις που δεν έχουν χρόνο αρκετό;
Μάλλον θα μας αγνοείς μέχρι το βραδάκι, για τα καλά…


…Ρώτησαν με φωνή που σχεδόν παραπατά, όλες οι νύχτες του Καλοκαιριού μαζί:
Μας άκουσες σα σπίθισμα - σε μια τσαπατσούλικη φωτιά στη παραλία -
όπου άλλος τρομάζει ξαφνικά κι  άλλος, δίπλα του γελά;
Μας βλέπεις ποτέ, εμάς τα φώτα ασάφειας, που σ’ ακολουθούμε ως το πρωί,
ή μήπως η ματιά στο μέλλον, γίνηκε κι αυτή αδιάφορη, μικρή;
Άραγε θα χεις σαν γεράσεις, δίπλα σου κάποιον όλα αυτά για να τ’ απαντάς,
ή θα μετράς ανάσες σε μια πλαστικοποιημένη συλλογή;

Απλώς ρωτάμε, για να μάθουμε επιτέλους τι περιμένεις…

Μόνο τα πρωινά του Καλοκαιριού, αφουγκράζονταν αμίλητα, σοφά.
Στο τέλος χαμογέλασαν και είπαν στα απογεύματα, τα βράδια και τα μεσημεριανά:
Αφήστε τώρα να απαντήσει, τα ερωτήματα σας ήταν όλα φυσικά,
φτάνει όμως τώρα, είναι πλέον αρκετά…
Μα κανείς μην τον διακόψει, όταν απαντά η χάση, ο νόμος πρέπει να σιωπά.
Και τότε εκείνος, το βλέμμα του σηκώνει και αμέσως απαντά:

«Δεν έχω άλλη ελπίδα, μα υπάρχω ανάμεσα σας, ακόμη μια χαρά…»


Σάββατο 29 Ιουνίου 2013

Σκιάχτρο



Ένα σκιάχτρο, 
συνεχώς καυχιόταν, πως δημιουργήθηκε για να ξορκίζει. 
Μα, φίλοι του είχαν γίνει, όλοι οι υποτιθέμενοι οχτροί.

Τετάρτη 26 Ιουνίου 2013

Κωστας Βάρναλης (Πορτρέτο) - Ποιητής/λογοτέχνης

Πρόλογος «Στὸ φῶς ποὺ καίει»  

Νὰ σ᾿ ἀγναντεύω, θάλασσα, νὰ μὴ χορταίνω
ἀπ᾿ τὸ βουνὸ ψηλὰ
στρωτὴ καὶ καταγάλανη καὶ μέσα νὰ πλουταίνω
ἀπ᾿ τὰ μαλάματά σου τὰ πολλά.

Νά ῾ναι χινοπωριάτικον ἀπομεσήμερο, ὄντας
μετ᾿ ἄξαφνη νεροποντὴ
χυμάει μὲς ἀπ᾿ τὰ σύνεφα θαμπωτικὰ γελώντας
ἥλιος χωρὶς μαντύ.

Νὰ ταξιδεύουν στὸν ἀγέρα τὰ νησάκια, οἱ κάβοι,
τ᾿ ἀκρόγιαλα σὰ μεταξένιοι ἀχνοὶ
καὶ μὲ τοὺς γλάρους συνοδιὰ κάποτ᾿ ἕνα καράβι
ν᾿ ἀνοίγουν νὰ τὸ παίρνουν οἱ οὐρανοί.

Ξανανιωμένα ἀπ᾿ τὸ λουτρὸ νὰ ροβολᾶνε κάτου
τὴν κόκκινη πλαγιὰ χορευτικὰ
τὰ πεῦκα, τὰ χρυσόπευκα, κι᾿ ἀνθὸς τοῦ μαλαμάτου
νὰ στάζουν τὰ μαλλιά τους τὰ μυριστικά.

Κι᾿ ἀντάμα τους νὰ σέρνουνε στὸ φωτεινὸ χορό τους
ὡς μέσα στὸ νερὸ
τὰ ἐρημικὰ χιονόσπιτα-κι᾿ αὐτὰ μὲς στ᾿ ὄνειρό τους
νὰ τραγουδᾶνε, ἀξύπνητα καιρό.

Ἔτσι νὰ στέκω, θάλασσα, παντοτεινὲ ἔρωτά μου
μὲ μάτια νὰ σὲ χαίρομαι θολὰ
καὶ νά ῾ναι τὰ μελλούμενα στὴν ἅπλα σου μπροστά μου,
πίσω κι᾿ ἀλάργα βάσανα πολλά.

Ὡς νὰ μὲ πάρεις κάποτε, μαργιόλα σύ,
στοὺς κόρφους σου ἀψηλά τους ἀνθισμένους
καὶ νὰ μὲ πᾶς πολὺ μακρυὰ ἀπ᾿ τὴ μαύρη τούτη Κόλαση,
μακρυὰ πολὺ κι᾿ ἀπὸ τοὺς μαύρους κολασμένους ....



in progress













Δευτέρα 17 Ιουνίου 2013

Είναι γλυκιά και ίπταται (μεταξύ αστείου και σοβαρού)

Παίξανε, είπαν, έθαψαν,
μοιρολόγησαν
και σηκώθηκαν το πρωί να συνεχίσουν,
μα άφαντος ο νεκρός…

Η νιότη έτρεξε και χάθηκε.
Μέσα σε ένα πηγάδι κρύφτηκε όσο την αναζητούσε
φωνάζοντας την δυνατά, η απόλυτη ελευθερία
Η πιο γλυκιά φωνή είν’ αυτή της λευτεριάς

Με κάνει αόρατο στα μάτια του καιρού
Κι είναι ξεκάθαρες οι εικόνες του μυαλού
Είναι γλυκιά και ίπταται
Πάνω από τα δάση που κοιμόμουν

Ένα βράδυ που είχαν ανοίξει οι ουρανοί
Κι αντί βροχή, έριχνε συμπάθεια
Μια αλεπού μου ρούφηξε τα μάτια
Σηκώθηκα για να σε βρω

Κι όταν σε βρήκα δε σε είδα
Από τότε κάθε βράδυ ουρλιάζουν
Τα σπλάχνα τ’ ουρανού
Ευτυχώς που δε ξεχάστηκαν
  
Σα καΐκια,  ενός άγνωστου γιαλού
Μαζί μ’ επιβάτες που έπλευσαν
ανεμίζοντας οι καρδιές τους
αγνοώντας το νυστέρι

Κάποιου αλλόκοτου γιατρού.
Σε ένα χαμόγελο επέστρεψαν
μέσα στο πράο βλέμμα
του πιο δίκαιου καιρού

Είναι γλυκιά και ίπταται
Ουρλιάζει όταν πεινάει
Είναι παθιάρα κ’ ίπταται
Ποτέ της δε λυγάει…

Μα να χεις το νου σου φίλε μου
αστεία δεν λογάει
και άμα παίζεις ύπουλα

στο τέλος πάντα ορμάει.



Τρίτη 28 Μαΐου 2013

Η φουρτούνα



Αποκόμισες χιλιάδες δώρα 
από κείνη τη φουρτούνα. 
Τώρα που βγήκες στη στεριά, 
να τα κλείσεις καλά στην αποθήκη 
και πάντα να θυμάσαι, 
πως  εσύ ήσουν  ο καπετάνιος.



Πέμπτη 16 Μαΐου 2013

Άθροισμα





Είδα στον ύπνο μου αυτά που αναζητώ, 
σε περασμένου χρόνου τόπο, 
να με περιτριγυρίζουν. 
Είδα σπίτι μεγάλο, φωτεινό, σε μέρος όμως σκοτεινό, 
από όπου για χρόνια ήθελα να φύγω... 
Και σκέφτηκα, «ας το αποδεχτώ»,
αυτή είναι η ζωή, τα όμορφα μέσα από τα άσχημα 
και τα άσχημα απ’ τα όμορφα, θα αναβλύζουν.




Σάββατο 11 Μαΐου 2013

Ανυπόμονο ήμισυ





Οι μελωδίες που ξεχάστηκαν μέσα μας,
επανέρχονται όταν ο καιρός το επιβάλει.
Ξεκινάει τότε να γιορτάζει η ψυχή,
χαρούμενη χορεύει,
με τα άστρα ταξιδεύει,
ξεχνιέται,
λυτρωμένη στο ουράνιο ποτάμι πλανιέται,
ριγεί και αγκομαχά, ιδρώνει, σπαρταρά…
Και ποτέ πια,
ποτέ πια 
ποτέ πια δε μας απαρνιέται!



Παρασκευή 26 Απριλίου 2013

Κάθαρση




Μάζεψα τρία βότσαλα που χτύπησαν στο μάτι μου,
γύρευα για φυλαχτά.
Τα διάλεξα  χωρίς δεύτερη σκέψη,
ανάμεσα σε εκατομμύρια άλλα βότσαλα.
Το τέταρτο μου το χάρισε εκείνη. Η μία.
Με ένα στιγμιαίο χαμόγελο της,
ο ουρανός έγινε ολόλαμπρος και η θάλασσα,
πλημμύρισε την ψυχή μου με αγάπη.
Ο ένοχος που κοιμόταν μέσα μου,
πήρε επιτέλους την απόφαση να φύγει.

Παρασκευή 19 Απριλίου 2013

"You did this"











Η εικόνα του χαρτονομίσματος εμπνεύστηκε από τον σύντομο διάλογο που είχε ο Pablo Picasso με έναν αξιωματικό των ναζί αναφορικά με την Guernica,  ένα έργο πολύ ενοχλητικό για τις κατοχικές δυνάμεις...H Guernica ένας πίνακας που αποτύπωνε την φρίκη του πολέμου, την κτηνωδία του βομβαρδισμού του ομώνυμου Ισπανικού χωριού από τις δυνάμεις του Franco σε συνεργασία με τους Χιτλερικούς. Η ερώτηση του αξιωματικού όταν είδε από κοντά τον Pablo Picasso ήταν "Αυτός ο πίνακας. Εσείς το κάνατε αυτό." και η απάντηση του καλλιτέχνη ήταν, "Όχι, εσείς το κάνατε."

Παρασκευή 12 Απριλίου 2013

Υπόγεια Επωδός




Εύκολο πάντα να νυχτώνει
είναι  κανονισμένο από παλιά,
δύσκολα κανείς παγώνει
αιμοδιψή τρικέφαλα σκυλιά.

Ένα έμβρυο ωστόσο μεγαλώνει
σε γαλιάντρα και φιλόξενη κοιλιά,
θα ‘χει μάτια φλογισμένα
και μαύρα αχτένιστα μαλλιά.

Σπίρτο ζωηρό να τρεμοπαίζει
σε βαθύ πάτο πηγαδιού,
ως φωνή παραπονιάρα
στην αρχή του τραγουδιού.

Η αγάπη πάντα θα ενώνει
τα κομμάτια της να βρεις,
στάθηκες αμίλητη στο χιόνι
και ευχόσουν πάλι να με δεις.

Παρασκευή 5 Απριλίου 2013

Νήσος Σίγμα




Ξυπόλυτοι και νηστικοί μα καθόλου βιαστικοί, ανεβήκαμε τη μεγαλύτερη βουνοκορφή. Η διαδρομή είχε φίδια, απόκρημνους γκρεμούς, ρυάκια που γινόντουσαν ποτάμια, ποτάμια που γινόντουσαν καταρράχτες, καταρράχτες που γίνανε ρυάκια. Οι πατούσες ματωμένες , το στομάχι κολλημένο στην πλάτη, αλλά από εκείνη την κορφή φάνηκαν και οι πέντε ήπειροι .

…….


Αδημονούσαμε να φτάσουμε. Όταν αντικρίσαμε το λιμάνι , τίποτα δεν μας κρατούσε. Τρέξαμε σχεδόν ουρλιάζοντας από τη χαρά μας και αγκαλιάσαμε εκείνο το νησί. Πέρασαν χρόνια από τότε και για πάντα, εκεί λες και σταθήκαμε, όμοιοι και χαρούμενοι, άντρες και γυναίκες, σαν πολλές σταγόνες αίμα, να ποτίζουμε τον γυρισμό.

Που ήσουν;


Η νιότη έτρεξε και χάθηκε. Μέσα σε ένα πηγάδι κρύφτηκε όση ώρα την αναζητούσε η απόλυτη ελευθερία.

Duoyu


Κυριακή 24 Μαρτίου 2013

Ο άγγελος κι η μύγα



Ένα σκοτάδι ακόμα
σε ποτήρι χωρά
Ξεδιπλώνει με την ώρα
ξεχύνεται κρυφά.
Πλανιέται πάνω απ’ το χώμα
στους νυχτωμένους λόφους τριγυρνά.

Η μέρα αργεί να έρθει ακόμα,
μα υπάρχουν φυλαχτά.
Ένας αρουραίος ανήσυχος
μέσα από τους θάμνους, τριγύρω του κοιτά.

Ένα σκοτάδι ακόμα
Στοιβάχτηκε με ζόρι
χιλιάδες μυρμήγκια μάζεψαν
τη φετινή τους σοδειά.

Ένα σκοτάδι ακόμα
και αρχίζει να φυσά.
Το σκέπασαν με ύπνο
Και από πάνω έλιωσαν φιλιά.

Μέσα στη νύχτα της μέρας
που δευτερόλεπτα κρατά
στην κορυφή στον αέρα
συναντηθήκαν τυχαία
ο άγγελος και η μύγα
κοιταχτήκαν από κοντά
σαν τυχοδιώκτες που για λίγο
στο δρόμο ο ένας τον άλλο,
κατά λάθος σκουντά.

«Με συγχωρείτε» είπε ο άγγελος,
Ξέροντας καλά….
«Δεν ήθελα να σας σκουντήσω,
μα συμβαίνουν αυτά…»

«Άλλη φορά μπροστά σου να κοιτάζεις!» η μύγα του απαντά.
«Γιατί θα φτύσω με απέχθεια
 στα ολόλευκα σου φτερά!».
Ο άγγελος δεν αποκρίθηκε και συνέχισε ψηλά να πετά.
Είχε να δώσει μα και να πάρει σκιά…
Η μύγα στραβομουτσουνιασμένη,
Συνέχισε και κείνη να πετά.
Είχε να ενοχλήσει,
κόσμο να φτύσει
και να κυλιστεί στα σκατά.



Κυριακή 24 Φεβρουαρίου 2013

Ευχαριστιέμαι όσο τίποτα άλλο την δημιουργική διαδικασία της γραφής. 
Αυτή την εποχή γράφω το τέταρτο μου βιβλίο και είναι μιθυστόρημα με τίτλο (πιθανόν) "Ονειροβγάλτες"...Ορισμένα αποσπάσματα έχουν δημοσιευθεί στο blog και στο διαδικτυακό περιοδικό Λύκος, όπως το ποίημα "Ονείρου συντεταγμένες" και "Ονειροβγάλτες".
Ευελπιστώ σε λίγους μήνες να το ολοκληρώσω και φυσικά να καταφέρω να το εκδώσω. 
Αν τα καταφέρω , θα είναι το δεύτερο μου βιβλίο, μετά από οκτώ χρόνια, που θα έχει δημοσιευθεί.

Πέμπτη 14 Φεβρουαρίου 2013

Στους ποιητές δασκάλους







Στην συμβολή των γενεών και των στροβιλιζόμενων αιώνων, πάλεψε για να υψώσει τη ματιά της λογικής.
Έδειχνε να μην καταλαβαίνει το εξής: πως απαιτούν με μίσος, να αγαπάς.
Άνηκε σε ένα πολύ ανήσυχο ρεύμα, του οποίου η ενέργεια ήταν ανεξιχνίαστη.
Περιπλανήθηκε από ζωή σε ψυχή και από χρόνο σε χώρο χωρίς να φοβηθεί μη λασπωθεί στο δρόμο.
Αντιστέκομαι στην ιδέα του θανάτου, δημιουργώντας.
Σε ευχαριστώ που μου το έμαθες.

Τετάρτη 6 Φεβρουαρίου 2013

Οι φτωχοδιάβολοι



Δεκάδες μικρά πλάσματα,
με χαρούμενους καλικάντζαρους μοιάζουν.
Ανατολικά των λέξεων κοιτούν με απορία
την μεγάλη έκρηξη φωτός που ακολούθησε,
με αφορμή την στέψη στεγνής άρνησης, σε αγύριστο κεφάλι.
Αναμειγνύουν με ύφος συνωμοτικό πίσσα και κρασί
και πασαλείβουν με μανία έναν καμβά πάνω από την άκρη της πόλης.
Ακούραστα τραγουδούν μονότονους σκοπούς
ζωγραφίζοντας  με μεράκι και φαντασία περισσή
τον αποψινό χάρτη ονείρων.