Powered By Blogger

Translate

Δευτέρα 26 Μαΐου 2014

Βόλτα με τη Κάτια

Καθόμασταν όπως κάθε μεσημέρι σε ένα δωμάτιο γεμάτο καπνό και μουσική στη διαπασών, ενώ όλοι οι κάτοικοι είχαν πιάσει τις  ιδιωτικές παραλίες. Το ισόγειο της Κάτιας με το ζόρι φωτιζόταν μολονότι έξω ήταν κατακαλόκαιρο, επειδή περιστοιχιζόταν από πολυκατοικίες. Σάπιες σαν χαλασμένα μπισκότα, στηριζόταν η μία πάνω στην άλλη, μόνο κάτι μικρές τρύπες σαν παράθυρα, υπονοούσαν την ύπαρξη ζωής μέσα τους.  Ακριβώς από πάνω μας, ένας άρρωστος ηλικιωμένος έβηχε κάθε δέκα δεύτερα με σταθερό τέμπο, όχι τόσο από βήχα, αλλά από ανάγκη δήλωσης ύπαρξης. Έστω και με αυτό τον τρόπο. Μετά από λίγο έφτυνε από το μπαλκόνι. Οι ροχάλες προσγειωνόντουσαν καμιά φορά στην απλώστρα της Κάτιας και γι αυτό έβαζε ένα διάφανο νάιλον πάνω από τα απλωμένα ρούχα. Όλοι μιλούσαν για τις εκλογές, οι περισσότεροι όπως πάντα παραμιλούσαν, κορδωνόντουσαν για κατορθώματα που τάχα μου είχαν κάνει.
Ο λόγος τους οξύμωρος, θρασύς, λίγες ώρες πριν από τα αποτελέσματα, αγκάλιαζε τη παράνοια. Τους ακούγαμε τους εκπρόσωπους τους απ’ τη τηλεόραση του απέναντι. Δεκάδες άνθρωποι ζούσαν πάνω από τα κεφάλια μας. Καμιά φορά ένιωθες πως το να ζεις στο κέντρο, είναι σαν να ζεις σε ένα εφηβικό συρτάρι γεμάτο με λογής λογής αντικείμενα, τα περισσότερα χαλασμένα ή παντελώς άχρηστα, μόνο θόρυβο προκαλούσαμε όταν το εφηβικό χέρι άνοιγε βιαστικά το συρτάρι για να πετάξει μέσα έναν καινούργιο ένοικο του κέντρου. Κακομοίρη Έλληνα μέχρι και το ναζισμό, την χειρότερη και μισανθρωπιστική ψυχασθενική τάση, κοντεύεις να κάνεις τρέντι, σκέφτηκα καθώς άκουγα φωνές πολιτικών από την τηλεόραση του γείτονα.
 Βγήκαμε τσάρκα στα σοκάκια της περιοχής μας. Δεν αντέξαμε. Δεν υπήρχε βέβαια κόσμος. Έβλεπες και ένιωθες τη παρακμή που θα μπαστακωνόταν για δεκαετίες. Στα χορτάρια του πάρκου δίπλα από μερικούς τόνους σκουπιδιών, κάποια κορίτσια τσιλημπούρδιζαν με τα αδέσποτα.  Ύστερα υπήρχαν παντού μα παντού παππούδες. Σαν συμμορίες είχαν κατακτήσει όλη τη πόλη. Διαρκώς έκριναν και κατέκριναν τα πάντα, χωρίς να λογοδοτούν για το τι προσέφεραν οι ίδιοι στον τόπο. Απλά υπήρχαν. Και έκαναν ότι τους έλεγε ο δέκτης. Έριχναν που και που καμιά ματιά στα κοριτσάκια, τα οποία όταν δεν χαζογέλαγαν, τσακωνόντουσαν για τα νύχια και τα μαλλιά τους.
 Κατηφορίσαμε αμίλητοι  προς τη θάλασσα, λίγα χιλιόμετρα πιο έξω από το κέντρο. Ο καθένας μας κοιτούσε εδώ και εκεί, προσποιούμενοι ίσως, πως μια διαδρομή που την κάναμε κάθε μέρα για χρόνια, την κάναμε εκείνη τη μέρα για πρώτη φορά. Ο ουρανός ήταν ξεκάθαρος για τις διαθέσεις του. 

Η θάλασσα όμως έμοιαζε να πάσχει από κάποια ανίατη αρρώστια. Είχα δει πραγματική θάλασσα παλιά, όταν ήμουν μικρός. Η Κάτια άναψε ένα τσιγάρο και μου χάιδεψε το κεφάλι. Κούνησα την ουρά μου και της ανταπέδωσα το χάδι με δυο τρεις γλυψιές στο πόδι της και συνεχίσαμε να κοιτάμε τον γαλαζοπράσινο ορίζοντα.



Πέμπτη 22 Μαΐου 2014

Προλαβαίνεις

Κύκλο σχεδίαζε στον ουρανό σα πτηνό
και ξαναγύρισε.
Θλίψη έκρυβε μέσα στο μυαλό
και χάρη ζήτησε.
Κάθε βράδυ έψαχνε να βρει Θεό,
τον είδε μια μέρα όταν ξύπνησε.

Ήταν ξυπόλητος και πληγωμένος
διακόνευε στο δρόμο.
Βιαζόταν να προλάβει ουρανό
δεν είχε άλλο χρόνο.

Ο ποιητής των όλων, αναζητούσε
και κείνος εαυτό,
μπας και διώξει απο μέσα του
τον πόνο.

Πάει καιρός που είχε σταματήσει
να αφουγκράζεται το κόσμο.
Χωρίς φίλους, αρχή και γιατρειά
φοβόταν μη κάνει κάνα φόνο.

Χασμουριόταν κάθε που ξημέρωνε
και ξανάβγαινε στο δρόμο.
Περπάταγε σκεπτικός στη θάλασσα απάνω κι όλο μονολογούσε

"Μια σε βρίσκω, μια σε χάνω".