Powered By Blogger

Translate

Τετάρτη 23 Ιουλίου 2014

Ένα για τον δρόμο

Στριφογυρνάει ο δρόμος στο μυαλό μου,
 μια χορταριασμένος και δύσβατος και μια να τον συνθέτουν πλημμυρισμένα πλακόστρωτα.
Όλους τους δρόμους σου περπάτησα,
κάποιες φορές να βλαστημώ θυμάμαι - συγχώρα με γι αυτό - και άλλες να σκάω από τα γέλια,
άλλες ξυπόλυτος να περπατώ και άλλες να κοιτώ τα αστέρια.
Εκπυρσοκρότησε πάλι η θλίψη και με επέστρεψε στην αφετηρία του δρόμου τούτου.
Αρματώθηκα ξανά φωνές, ξόρκια, συμβουλές και ένα παγούρι δάκρυα της μάνας.
Ξεκίνησα έπειτα με τη καρδιά γιομάτη σιγουριά,
πως δεν είχα δει τις ομορφιές σου,
δρόμε φωτεινέ που μ' οδηγείς στις πιο ακούσιες συνειδητοποιήσεις,
μη ψωνιστείς που σε εξυμνώ κάθε που προσπαθώ να κοιμηθώ, το βράδυ σαν πλαγιάζω.
Είναι που δεν θέλω να ξεχνώ, στάσιμος να μοιάζω.
Θυμάμαι τις προσευχές που έμαθα στα τρένα - πήγαινα πάνω κάτω μην παγώσω -
σε λιμάνια σε στοές, σε πετρόχτιστες αυλές,
σε φλεγόμενα σοκάκια, είχαν όλοι τους το βλέμμα λες και δεν ξανά 'δανε ταξιδευτές...
Και κάθε που τα πόδια μου γεμίζανε πληγές,
καλέ μου δρόμε, μαύρε πονηρέ,
έπαιρνα τα παπούτσια μου στα χέρια και διέσχιζα όλες σου τις αμυχές,
χωρίς ποτέ να υπακούω σε εντολές,
ήξερα πως μόνο εσύ τον πόνο καις,
μονάχα χτίζεις ένα πηχτό χτες,
με ενοχές, γιορτές, αφήνοντας στο διάβα σου ηλιοκαμένα μούτρα,
δοκίμασα των δέντρων σου κατά σειρά όλα τα φρούτα...
Και ήταν στιγμές που γέμιζες με ανάποδες στροφές
και όσοι ξάπλωναν απάνω σου, γρήγορα παραιτήθηκαν.
Μια φορά θυμάμαι με ξεγέλασες
και μου 'λεγες πως συνεχίζεις και τη θάλασσα διασχίζεις,
άμα θες,
μα όπως λένε "αν έχεις τύχη διάβαινε ", αλλιώς καθόλου ταξίδι μην αρχίζεις.
Ίσως να υπήρξα πολλοί άνθρωποι μαζί, σε ένα σώμα, μέσα σε μια ελπίδα,
στριμωγμένοι συνεπιβάτες, διψασμένοι για ζωή.
Ένας μας προστάτευε σε κάθε καταιγίδα.
Άλλος έκλαιγε από χαρά και κάποιος μέσα μου γερνά.  Ένας άλλος, κρατάει μια λεπίδα,
ένας έφηβος που δυνατά τραγούδι ξεκινά
και ένας ενήλικος που κρατάει εφημερίδα.
Ένα μικρό παιδί που δεν χορταίνει τα φιλιά
και ένας αλήτης που τριγυρνάει όλη νύχτα.
Μη με ξεχάσεις δρόμε,
εσύ που είδες όλες μου τις εκδοχές
και ξέρεις πότε αγάπησα και  πότε σκότωσα.
Πότε αγωνίστηκα, για τη μαύρη μου τη λευτεριά
και πότε έσπασα για πάντα την πυξίδα.


Παρασκευή 18 Ιουλίου 2014

Χόρταιναν με στάχτη

Ανίατο το φεγγάρι δρόμους μέσα στους βάλτους είχε ανοίξει,
λες και δεν πνιγήκαμε όλοι μαζί αμέτρητες φορές,
βουλιάζαμε σε κάθε μας βήμα,
μόνο τα δέντρα μας κοιτούσαν,
σαν παγωμένοι θεατές,
μιας καλοστημένης διαδρομής.
Στα σκοτεινά σοκάκια μιας πόλης που παρακαλούσε
να συνεχίσει να βαλτώνει από υποκρισία,
συντροφιά με ένα καθρέπτη στη τσέπη σου χωρούσε,
όσο μεγάλωνες φλέρταρες με το κενό, την άβυσσο,
τους λυκάνθρωπους και γω στεκόμουν σαστισμένος
κάτω από το φως του βραδινού ουρανού,
σπλάχνο του περήφανο, υπήρξα.
Και τώρα είχα αρχίσει να ζω μέσα σε κάθε χαράκι απόκρημνο,
στις ποταμίσιες πέτρες, στο λυσσασμένο άνεμο του Ιούλη,
χορωδία εντόμων που αίμα καταπίνουν κάθε που κοιμόμουν,
εξυμνούν το όνομα σου και χορεύουν χορτασμένα μέσα στα μαλλιά σου,
σαν χαλί στρωμένο τύλιγαν το λαιμό μου και μόνο χάδια οδύνης σου έδινα,
λες και βάλθηκε ο τρόμος και η φρίκη του πολέμου να μας καταπιούν,
"είναι τρελός αυτός ο κόσμος" μου είπες στο αυτί μια μέρα
και φόρεσες μπροστά μου, την πιο υγρή σου γύμνια,
αλμύρα και γαρδένιες τρώγαμε ξάπλα στην άμμο,
 "χάθηκε για πάντα,  πάρ' το χαμπάρι,  η αθωότητα από τον κόσμο!"
ούρλιαξες μέσα στα μάτια μου,
δάκρυ που ξέφυγε έγινες μετά,
δυο δρόμοι που καθίζησαν και συναντήθηκαν στην άβυσσο,
στολισμένοι με τα πιο λαμπρά και πολύτιμα σκουπίδια,
πλαστικοποιημένες αναμνήσεις εξορμούσαν τις νύχτες οι κραυγές μας
και στοίχειωναν τις παρατημένες πόλεις
και η θάλασσα βουβός γιατρός που σήκωνε τα χέρια του ψηλά στο θέαμα,
συγχώρεση ζητούσα μετά, από τα κύματα που με μαστίγωναν με πείσμα,
για τις αμαρτίες που μου χρέωσε ο πατέρας μου ο ουρανός
 και ο πλανήτης που γεννήθηκα, του παρήγγειλα να με ξεγράψει,
τα φτερά να βάλω στις φτέρνες πίσω και στους ώμους μου, έψαχνα ανελλιπώς,
όμως μόνο βουβή η σκοτεινιά, αλεπούδες να κοιτούν μου έστελνε,
μυρμήγκια να κλέβουν το σπίτι μου σιγά σιγά,
αμέσως  μετά θυμήθηκα πως είχαν δίκιο,
δεν ήταν δικό μου...Είχα μπαστακωθεί ένα βράδυ μεθυσμένος μέσα στη δική τους φωλιά,
με ανέχτηκαν με σθένος, τα πόδια μου περίσσευαν από τη τρύπα,
τα μάτια μου κοιτούσαν τα δέντρα μέσα στη νυχτιά,
μέχρι που είδα και απόειδα  και έψαξα πατρίδα μέσα μου καλύτερα,
χωρίς να υπόσχομαι, να παραδίνομαι, να συνεχίσω να βάζω φωτιά,
στη τρέλα και σε όλα τα χτικιά.
Μα σε μια μάχη άρπαξαν για λίγο στην άκρη τα φτερά,
την έσβησα και εκείνη και ξάπλωσα στην άκρη ενός γκρεμού
μήπως και άθελα μου στον ύπνο μου πλευρό αλλάξω
γιατί δε σε βρήκα πουθενά,
Μάλλον κοιμόσουν στην άγνοια,
πυγολαμπίδες συχνά σε ξεγέλαγαν και νόμιζες πως έπαιρναν τα μάτια σου φωτιά,
μα το ψακί που σου φύλαξαν ήταν φερμένο από μακριά,
το αίμα που σου ήπιαν τα χτικιά. Και κείνο το χρωστάς...
Μη ξεχνάς να λες ευχαριστώ μαλάκα!
χίλια χρόνια τώρα δεν έμαθες, να πολεμάς,
ούτε αληθινά να αγαπάς.


Δευτέρα 14 Ιουλίου 2014