Powered By Blogger

Translate

Παρασκευή 23 Νοεμβρίου 2012

Γειτονιά


Γειτονιά

Μεθυσμένη από υπεροψία, τριγυρνά στα σοκάκια της παλιάς πόλης. Ουρλιάζει με παράπονο, πως δεν στάλθηκαν λέει πλάι της οι φόβοι, να εξαγριωθούν για χάρη της. Σέρνεται ημιλυπόθημη από το μένος, για τα χρόνια που την αρνήθηκαν. Ευλαβικά ήθελε να ακολουθούν τις βλέψεις της. Σαν μια μικρή, κακομαθημένη πριγκίπισσα , στραβά φορά το στέμμα της και δίνει διαταγές στις εποχές να αλλάξουν. Βγάζει όμως καπνούς από τα ρουθούνια της, στη θέα μιας οικογένειας, που περπατάει μέσα στο πρώιμο ξημέρωμα, να πάει στη δουλειά.

Την βλέπει και γελά από το απέναντι πεζοδρόμιο ο κλέφτης των κρυφών ονείρων. Αναρωτιέται αν πρέπει να την βοηθήσει να σηκωθεί. Μετά όμως σκέφτεται πως της είχε κλέψει παλιότερα, ένα τσουβάλι όνειρα, με την θρασύτατη του απληστία. Και διστάζει, την παρατάει σαν κουτάβι που ψάχνει τη μαμά της. Προτιμά να βρει τη νέα ονειροπαρμένη γενιά… «Έχει πολύ πράμα εκεί!», λέει τρίβοντας τα χλωμά, φλεβιασμένα του χέρια και  απομακρύνεται ύπουλα σαν ψύλλος.

Ένα στιγμιαίο και οργισμένο πάτημα θρυμματίζει τον κλέφτη των κρυφών ονείρων. Η βαριά πατημασιά κάνει την εμφάνιση της μέσα από ένα  σκοτεινό δρομάκι της γειτονιάς και τον συνθλίβει μονομιάς. Ένα χέρι σκουπίζει αργά τα αίματα από το παπούτσι. Το μαντηλάκι φυλάχτηκε προσεκτικά. Απ’ ότι φαίνεται θα χρειαστεί ξανά.

Το βαριεστημένο βλέμμα των διπλανών ενοίκων είναι μάρτυρας του συμβάντος, αλλά ταυτόχρονα πάρα πολύ αδιάφορο και άβουλο και η οποιαδήποτε εμπλοκή τους στο γεγονός, έχει απ’ την αρχή αποκλειστεί. Ένα τεράστιο κρεβάτι ήταν το σπιτικό τους. Σαν καλόβουλα πτηνά κακάριζαν σε κάθε κεραυνό. Είχαν μία μεγάλη σκεπή , πρόχειρα βαλμένη να μην μπαίνει ο ήλιος και η βροχή και από τις σχισμές της, παρακολουθούσαν τη ζωή να φεύγει.

Ο υπεύθυνος της αδιάφορης τους ζωής, τα έσφαξε ένα πρωί και τα έβρασε για να τα φάει. «Τα τάισα, τα πότισα, ήρθε επιτέλους η ώρα να τα φάμε! Θα φάμε αυτά εδώ, θα φάμε και τα άλλα, όλα θα τα φάμε!», έλεγε με μπουκωμένο στόμα στην παχουλή του σύζυγο. Σαν μικρά παμφάγα, λέρωναν τη μούρη τους και συνεχώς κοιτούσε ο ένας το πιάτο του άλλου.

Το βραδάκι με βρήκε να θέλω να φύγω από κει, μα είχα ξεχάσει πως ήμουν δέντρο. Την άλλη μέρα με έκοψαν εργάτες του δήμου. Ήταν οι ίδιοι που με φύτεψαν πριν από χρόνια σε ένα από τα παρτέρια της γειτονιάς.




Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου