Powered By Blogger

Translate

Πέμπτη 6 Φεβρουαρίου 2014

Ένα βροχερό ερώτημα

Π
οιός είμαι άραγε; Τι θέλω να κάνω πριν φύγω…; Με τι μοιάζω; Είχα υπάρξει πριν από μένα; Αναρωτιέμαι καθώς κατεβαίνω τα μισοφωτισμένα στενάκια που οδηγούν στις μεγάλες κεντρικές λεωφόρους της πόλης αφού πρώτα τινάξω τη βροχή από πάνω μου, ίσως επειδή μυρίστηκα, ετούτο το βροχερό απόγευμα, τη μυρωδιά ζεστού ψωμιού που πουλάει εκείνη η καλόβουλη μεροκαματιάρα φουρνάρισσα. Είχε βλέμμα θαλπωρής, με λεχώνα έμοιαζε ή απλώς σαν άλλη μια μετανάστρια που ευγνωμονεί για τα λίγα λεπτά που άφησα να πέσουν στο ξύλινο πάγκο της. Αντίτιμο της φρατζόλας που αγόρασα. 
Για λίγα δεύτερα στα μάτια της καθρεπτίστηκε ένα όνειρο κρυφό και ποθητό όσο τίποτα άλλο, πολύτιμο μιας και είχε γίνει για κείνην πραγματικότητα. Κατόπιν, έκλεισα τη πόρτα φεύγοντας και συνέχισα μέσα στο σκοτάδι, δρασκελώντας από πλακάκι σε πλακάκι, αποφεύγοντας τις λίμνες βρόχινου νερού, καθώς αναρωτιόμουν αν όλοι αυτοί που με κοιτούσαν σαν ακροβάτη δεξιοτέχνη, να προχωρώ, βρεγμένος και ελαφρά χαμογελαστός, αναρωτιόντουσαν το ίδιο πράγμα με εμένα; Ή απλώς σκεφτόντουσαν τη ζεστή αγκαλιά των μηρών του κοριτσιού τους; Μια αγκαλιά που θα τους περιμένει σαν βγάλουν οι ίδιοι τα βρεγμένα ρούχα, ενώ στο βάθος του σαλονιού τους, μια διακλαδική υστερία θα ξεχειλώνει την οθόνη, πηχτή και άνοστη σαν ξαναζεσταμένη σούπα…
Αυτή η φωνή… Κρατάει τους κατοίκους της πόλης σιωπηλούς στα μακρόστενα τσαρδιά τους, σαν να μην έχουν τίποτα να συζητήσουν αναμεταξύ τους, γιατί όπως και να το κάνουμε δεν γίνεται να πεις «όλα βαίνουν καλώς!» όπως έλεγε ένας δάσκαλος μας στο δημοτικό, «όχι ρε καρικατούρα νεκροθάφτη, δεν βαίνουν!!!» φώναξε μια μέρα ένας μαθητής από το βάθος της αίθουσας στο «δάσκαλο» και ίσως να μη ήμουν εγώ, μα ούτε και εσύ, ίσως να ήμασταν όλοι μαζί και δεν ήμασταν πια σιωπηλοί, σε κάθε γδούπο της σιδερένιας βίτσας στα χέρια μας, ή της κρύας σφαλιάρας του «κυρίου» Γιώργου που «κούτσουρα» μας ανέβαζε «κούτσουρα» μας κατέβαζε.
          Κάτι θα έπρεπε να κάνουν όλοι αυτοί οι άνθρωποι που ζουν στις πόλεις, οι άνθρωποι που συνήθισαν να κλαίνε ή να κλαίγονται, να συμβιβάζονται με τον πόνο ουσιαστικά, αντί να τον διώχνουν με παλούκια και φωτιά, ως άλλοι λυσσασμένοι εργάτες - ενδεχομένως πεινασμένοι περασμένου αιώνα, άνθρωποι ανθρώπινοι, που πολεμάνε για τα αυτονόητα – παρά μόνο συγκρίνουν τις ζωές τους όλοι μαζί και όλοι χώρια, καταπιασμένοι από το χειρότερο παράδειγμα κάθε φορά. Δεν έχουν σιχαθεί όλοι αυτοί οι άνθρωποι, όλοι μαζί και όλοι χώρια, που κατακλύζουν τους δρόμους αμίλητοι και βιαστικοί, να πληρώνουν σωρούς από χαρτιά, γεμάτα σφραγίδες, σάλια και μελάνι, τα ακριβότερα χαρτιά στον πλανήτη;
        Με ποιμένες μοιάζουν που μασουλάνε καλώδια αντί για τροφή,  ευγνωμονώντας που δεν έφτασε ακόμα η ώρα να τους σφάξουν. Προς το παρόν, τους ρουφάνε το νωτιαίο μυελό με σταθερό τέμπο, κάτι θεόρατα πλάσματα σε κάθε ευκαιρία.
Μου θύμισαν βαμπίρ όταν είδα εκείνο το βροχερό απόγευμα δύο από δαύτα να ξεγλιστρούν σαν σκιές από μία γωνιά, ψηλά και αδύνατα στη στυλωσιά, μόνο μια πρησμένη κοιλιά, ξέμπαρκη σαν εικόνα, τα έκανε να γέρνουν προς τα μπρος , να καμπουρίζουν ελαφρά.
          Είχαν για δόντια δυο ατσάλινα ψαλίδια, λεπίδες αιχμηρές μάγκα μου, που περίσσευαν από το στόμα και τα μάτια τους βουλωμένα, γουρλωτά, είχαν φωλιάσει στο ίδιο τους το κρανίο, άτριχο εκείνο και στρογγυλό, σαν κούφιο κολοκύθι. Ένας νευρώνας ίσως μόνο να δουλεύει, εκείνος της απληστίας, τυλιγμένα με τις μακριές μαύρες καμπαρντίνες τους, συνωμοτούν για το τι θα αρπάξουν την εκάστοτε φορά και «όταν πρώτα ο Θεός» έρθει η ώρα πάλι, για βιτρίνα, λούσα και γιακά, τα καλά τους πρόκειται να βάλουν… Θα στηθούν καθωσπρέπει, σαν αλλοτινοί ευγενείς της υπεραφθονίας εκπρόσωποι, θα λιβανίσουν για λίγο με ελπίδες τους κατοίκους, μα μόνο τα δέσποτα και ένα τσίρκο ψύλλων, πλέον γνωρίζουν  όλη την αλήθεια, πως όσο υπάρχουν τρόποι αποχαύνωσης ετούτης της γενιάς, που θα έπρεπε να είναι το σπίρτο στο πάτο του πηγαδιού, όσο οι γονέοι τους μέσα σε φωλιές παραμένουν σιωπηλοί άβουλοι και μαλθακοί, γκρινιάρηδες ωστόσο, στα λόγια θράσος ολόγιομη δεξαμενή, στις πράξεις κάνουν το τρελό και αδιάφορο δεσπότη, τόσο τα θεόρατα πλάσματα με τα λιανά πόδια , τα δόντια τη κοιλιά, θα ατενίζουν με χλεύη…
      Θα κρύβουν τον ήλιο με τα γλοιώδη χαμόγελα υποκρισίας τους, θα υποτάσσουν ατέρμονα ψυχές και συνειδήσεις γιατί πάντα θα υπάρχουν τρόποι, άλλο τόσο όμως, θα υπάρχουν κάποιοι που θα δημιουργούν , θα καλλιεργούν, θα ζυμώνουν, θα προσδιορίζουν  το κενό, με λέξεις, μαγιά, χρώμα , χώμα, νότες και φιλιά.
Γιατί η ζωή δεν χάθηκε ακόμα, πάντα θα υπάρχουν αυτοί που αντιστέκονται , θα ξεκλειδώνουν πόρτες, θα ανοίγουν παράθυρα σε μαντρότοιχους θα γκρεμίζουν ετοιμόρροπες οπτασίες, θα καίνε στη πυρά της ελευθερίας τα φαντάσματα του παρελθόντος, τους εχθρούς του δίκαιου, του ηθικού. Θα λένε πάντα αλήθειες καλώντας δίπλα τους τα αιώνια παιδιά. Και ετούτο από μόνο του, θα συμβαίνει κάνοντας μέσα σου τις σωστές ερωτήσεις.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου