Powered By Blogger

Translate

Σάββατο 25 Ιανουαρίου 2014

Έυφλεκτον

Δυο μικρές φλόγες με κοιτάνε ανυπόμονα
να με κάψουν θελουν για να δυναμώσουν
κι εγώ απλώς παίζω μαζί τους
όπως τότε που ήμουν πέντε χρονώ
άναβα σπίρτα κακό χούι το είχα
και τα πέταγα μέσα στη λεκάνη
Θεε μου τι τρόμο πήρε η μάνα μου
όταν με ανακάλυψε πού χανόμουν
τα μεσημέρια σαν απόρησε
και τι γλυκές σφαλιάρες έριχνε πάντα
με χέρι άβγαλτης δασκαλίτσας δημοτικού
απ' τη δουλειά με τα χρόνια οι παλάμες ζάρωσαν
και κάθε δεκαετία που περνούσε
οι φόβοι της γινήκαν έγνοιες
και οι έγνοιες εκζέματα
στις γέρικες πλέον παλάμες
μα εγώ το ίδιο βλέμμα έχω πάντα
μπροστά στη φωτιά
τη μελετώ, μαζί της παίζω, τη φουντώνω
ή τη σβήνω, με ένα πόθο φανερό
αθάνατος να γίνω
μήπως και ποτέ δεν κοιμηθώ ξανά
κάτω από δυνατή βροχή
δεν θέλω πατούσες μουλιασμένες
απ'το κρύο τη πλάτη μου να τρίζει
σαν ξύλινο και άχαρο θρανίο
μεγάλωσα και ψαχνω κάτι για να πιστέψω
να μεταδώσω λίγη απ' τη φλόγα μου
σε όποιον θέλει
να γεμίσει το κενό μέσα του,
λες και εμένα περίμεναν
όλοι αυτοί οι άνθρωποι,
καρικατούρες καταραμένων αντί ηρωών,
ξερνάνε σε κάθε ευκαιρία έξω από τη πόρτα μου
τη θλίψη τους και μετά σκουπίζοντας σχολαστικά
τις λάσπες τους στο χαλάκι,
εισέρχονται στο κόσμο μου να δουν πως είναι,
μα όλοι φεύγουν γιατί φοβούνται μην καούν.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου