Powered By Blogger

Translate

Πέμπτη 20 Μαρτίου 2014

Μπλούι ο βουβός

Κατρακυλούσε με ένα ζευγάρι φλογισμένα μάτια
στη πιο σκοτεινή πλευρά της πόλης
αναζητώντας να ανταλλάξει κάποιο νεύμα,
ένα χαμόγελο στη καλύτερη των περιπτώσεων
λίγο πριν το τέλος όλων των πραγμάτων.

Ωστόσο κάτι φτερωτές κάψουλες κύκλωσαν τον ουρανό
πάνω απ' το σαστισμένο του βλέμμα...
Γεμάτες με συμπυκνωμένες ελπίδες, χημικά και τροφή για αστροναύτες,
πήραν φόρα και στροβιλίστηκαν μαζί με τη σκιά του,
καθώς εκείνος προσπαθούσε να κρυφτεί πίσω από ένα κάδο σκουπιδιών...
Μέχρι που τον έχασαν και έφυγαν για άλλη γειτονιά,
και τώρα η μνημη του κορεσμένη από αναλαμπές εικόνων,
μυρωδιών και ανάκατων στιγμων,
κόχλασε στιγμιαία δίπλα από ένα δελεαστικό γκρεμό.

Συνέχισε όμως να βαδίζει ανάμεσα από άστεγες πληγές,
πτωχευμένες επαύλεις και πολυεθνικές, που στα ζάρια έπαιξαν όλα τους τα τέκνα
και τα εγγόνια πάνω στη παραφροσύνη μιας αιώνιας απληστίας.

Πόρνες και μεθυσμένοι μουσάτοι νάνοι,
έπιασαν κουβεντολόι,
καθώς εκείνος προχωρούσε,
τα αδέσποτα στο βάθος μόλις τον είδαν,
άρχισαν να καλπάζουν ουρλιάζοντας.
Κάποια κυρία έπεσε εχθές απ' τον πέμπτο όροφο σε τούτο το σημείο
μα εκείνος δεν είχε άλλο τσιγάρο για να ανάψει.

Προς το στόχο του συνέχισε να περπατά
σχεδόν ορκισμένος, περπάταγε μερόνυχτα
ενώ πίσω του η διαδρομή ανατρίχιασε στο αεράκι,
που προκάλεσαν οι ξεσκισμένες του αρβύλες.

Θα διέσχιζε όλη τη λεωφόρο
θα προσπέρναγε τζάνκια, κτίρια γεμάτα αλυσίδες και λουκέτα,
εναρμονισμένα και άψυχα,  με το παρελθόν εκείνου του τόπου.
Μετανάστες που λιμοκτονούσαν,
ληστές που χαμογελούσαν,
ποιητές που θρηνούσαν,
ενώ κανένα δέντρο δεν γλύτωσε απ' τη ρύπανση της πόλης
και μόνο κοιτάγανε σα στραγγαλισμένες εναέριες ρίζες,
που κάποιες φορές ήταν σαν να ζητούσανε βοήθεια
όμως τελικά, πάγωσαν και έμειναν εκεί για πάντα.

Από τους υπονόμους βγαίνανε προσεκτικά,
μην τα δει κανείς,
κάτι πιτσιρίκια.
Γεμάτα φόβο, θλίψη, απορία και βρώμικα ρούχα.

Ο ήλιος είχε κρυφτεί για χρόνια
και εκείνος βάδιζε σιωπηλός, σχεδόν παραπατώντας
ανάμεσα στη τρέλα και τη σιγουριά.

Μέχρι που επιτέλους βρέθηκε μπροστά απ' τους δεκάδες φύλακες
και τα συρματοπλέγμετα που είχαν πλέξει στον ελεύθερο τους χρόνο.
Στάθηκε μπροστά από μία στρογγυλή σιδερένια μπάλα,
τυλιγμένη με καλώδια και μικροτσιπ, κάμερες και οθόνες,
μια στρογγυλή μηχανή, στο μέγεθος μιας μονοκατοικίας.
Και τα σκουλήκια γύρω της, σκέφτηκαν πως κάτι καλό κράταγε για αυτά
το πνεύμα, τη ψυχή ή στη καλύτερη λεφτά!

Όμως σάστισαν στη θέα ενός σιδερένιου αναπτήρα
που έβγαλε από τη μέσα τσέπη του μπουφάν...
Είχε ανάγλυφο ένα ήλιο χαραγμένο
και μέσα του μια φλόγα που τρεμόπαιζε συχνά.

Με μιας, λένε, όλα ανοίχτηκαν στη σκόνη,
όταν έδωσε στο νήμα του φωτιά...
Και η μηχανή διαλύθηκε και τα σκουλήκια έβγαλαν φτερά...

Και πήρανε φωτιά αμέσως όλοι οι δρόμοι
και η έκρηξη ακούστηκε πολλούς γαλαξίες μακρυά
Απ' τη γη βγήκανε όλοι οι κάτοικοι δειλά,
ήταν αιώνες φυλακισμένοι αυτοεξώριστοι,
εξαναγκασμένοι οικειοθελώς, να ζούν μες τα σκατά...

Το βράδυ χιόνισε για τα καλά
και η σιωπή που ακολούθησε ήταν φυσική σαν την δική του,
τετελεσμένα επακόλουθη
και όχι επιβαλλόμενη, αρρωστημένη,
όπως για παράδειγμα στα λευκά κελιά.

Και ο ήλιος λένε τότε ξάφνου βγήκε
και τα παιδιά άρχισαν να στήνουνε παιχνίδι
και να τραγουδάνε δυνατά:

"Μπλούι ο βουβός, Μπλούι ο βουβός, εκείνος μας χάρισε τη λευτεριά!"




Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου