Powered By Blogger

Translate

Παρασκευή 18 Ιουλίου 2014

Χόρταιναν με στάχτη

Ανίατο το φεγγάρι δρόμους μέσα στους βάλτους είχε ανοίξει,
λες και δεν πνιγήκαμε όλοι μαζί αμέτρητες φορές,
βουλιάζαμε σε κάθε μας βήμα,
μόνο τα δέντρα μας κοιτούσαν,
σαν παγωμένοι θεατές,
μιας καλοστημένης διαδρομής.
Στα σκοτεινά σοκάκια μιας πόλης που παρακαλούσε
να συνεχίσει να βαλτώνει από υποκρισία,
συντροφιά με ένα καθρέπτη στη τσέπη σου χωρούσε,
όσο μεγάλωνες φλέρταρες με το κενό, την άβυσσο,
τους λυκάνθρωπους και γω στεκόμουν σαστισμένος
κάτω από το φως του βραδινού ουρανού,
σπλάχνο του περήφανο, υπήρξα.
Και τώρα είχα αρχίσει να ζω μέσα σε κάθε χαράκι απόκρημνο,
στις ποταμίσιες πέτρες, στο λυσσασμένο άνεμο του Ιούλη,
χορωδία εντόμων που αίμα καταπίνουν κάθε που κοιμόμουν,
εξυμνούν το όνομα σου και χορεύουν χορτασμένα μέσα στα μαλλιά σου,
σαν χαλί στρωμένο τύλιγαν το λαιμό μου και μόνο χάδια οδύνης σου έδινα,
λες και βάλθηκε ο τρόμος και η φρίκη του πολέμου να μας καταπιούν,
"είναι τρελός αυτός ο κόσμος" μου είπες στο αυτί μια μέρα
και φόρεσες μπροστά μου, την πιο υγρή σου γύμνια,
αλμύρα και γαρδένιες τρώγαμε ξάπλα στην άμμο,
 "χάθηκε για πάντα,  πάρ' το χαμπάρι,  η αθωότητα από τον κόσμο!"
ούρλιαξες μέσα στα μάτια μου,
δάκρυ που ξέφυγε έγινες μετά,
δυο δρόμοι που καθίζησαν και συναντήθηκαν στην άβυσσο,
στολισμένοι με τα πιο λαμπρά και πολύτιμα σκουπίδια,
πλαστικοποιημένες αναμνήσεις εξορμούσαν τις νύχτες οι κραυγές μας
και στοίχειωναν τις παρατημένες πόλεις
και η θάλασσα βουβός γιατρός που σήκωνε τα χέρια του ψηλά στο θέαμα,
συγχώρεση ζητούσα μετά, από τα κύματα που με μαστίγωναν με πείσμα,
για τις αμαρτίες που μου χρέωσε ο πατέρας μου ο ουρανός
 και ο πλανήτης που γεννήθηκα, του παρήγγειλα να με ξεγράψει,
τα φτερά να βάλω στις φτέρνες πίσω και στους ώμους μου, έψαχνα ανελλιπώς,
όμως μόνο βουβή η σκοτεινιά, αλεπούδες να κοιτούν μου έστελνε,
μυρμήγκια να κλέβουν το σπίτι μου σιγά σιγά,
αμέσως  μετά θυμήθηκα πως είχαν δίκιο,
δεν ήταν δικό μου...Είχα μπαστακωθεί ένα βράδυ μεθυσμένος μέσα στη δική τους φωλιά,
με ανέχτηκαν με σθένος, τα πόδια μου περίσσευαν από τη τρύπα,
τα μάτια μου κοιτούσαν τα δέντρα μέσα στη νυχτιά,
μέχρι που είδα και απόειδα  και έψαξα πατρίδα μέσα μου καλύτερα,
χωρίς να υπόσχομαι, να παραδίνομαι, να συνεχίσω να βάζω φωτιά,
στη τρέλα και σε όλα τα χτικιά.
Μα σε μια μάχη άρπαξαν για λίγο στην άκρη τα φτερά,
την έσβησα και εκείνη και ξάπλωσα στην άκρη ενός γκρεμού
μήπως και άθελα μου στον ύπνο μου πλευρό αλλάξω
γιατί δε σε βρήκα πουθενά,
Μάλλον κοιμόσουν στην άγνοια,
πυγολαμπίδες συχνά σε ξεγέλαγαν και νόμιζες πως έπαιρναν τα μάτια σου φωτιά,
μα το ψακί που σου φύλαξαν ήταν φερμένο από μακριά,
το αίμα που σου ήπιαν τα χτικιά. Και κείνο το χρωστάς...
Μη ξεχνάς να λες ευχαριστώ μαλάκα!
χίλια χρόνια τώρα δεν έμαθες, να πολεμάς,
ούτε αληθινά να αγαπάς.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου